Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι βρετανικές αρχές συνεχίζουν υπενθυμίζοντας ότι θεωρούν πως η ΒΕ, ως βασικός παραγωγός, δεν έχει κανένα κίνητρο να προσφέρει τεχνητές χαμηλές τιμές. | Die britischen Behörden wiederholen ihre Auffassung, dass BE als Grundlasterzeuger keinen Grund habe, künstlich niedrige Preise anzubieten. Übersetzung bestätigt |
Ο βασικός λόγος ήταν ότι οι τρεις δήμοι στα βόρεια και δυτικά του Ελσίνκι —Vihti, Lohja και Hyvinkää— είχαν προσελκύσει πολυάριθμους κατοίκους, πολλοί από τους οποίους εργάζονταν στο Ελσίνκι και πηγαινοέρχονταν καθημερινά. | Wichtigster Grund war, dass drei nördlich und westlich von Helsinki gelegene Gemeinden — Vihti, Lohja und Hyvinkää — viele Einwohner angezogen hatten, von denen etliche in einer anderen Gemeinde arbeiten. Übersetzung bestätigt |
Ως εκ τούτου, η μέθοδος που ορίζεται για τον υπολογισμό της αξίας των συναλλαγών ώστε να προσδιορίζεται ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης μιας μετοχής, θα πρέπει να εφαρμόζεται από την ημερομηνία που θα αρχίσει να ισχύει ο παρών κανονισμός. | Aus diesem Grund sollte die festgelegte Methode zur Berechnung des Umsatzes zwecks Bestimmung des Haupthandelsplatzes einer Aktie ab Inkrafttreten dieser Verordnung gelten. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο βασικός κανονισμός δεν απαιτεί ανάλυση των πιθανών λόγων για το στοχοθετημένο ντάμπινγκ, όπως είναι οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών [7]. | Zudem verlangt die Grundverordnung, wie vorstehend erwähnt, nicht, dass mögliche Gründe für gezieltes Dumping, wie etwa Wechselkursschwankungen, analysiert werden [7]. Übersetzung bestätigt |
Ο Ahmed Jan Wazir είναι βασικός διοικητής του δικτύου Haqqani, ομάδας μαχητών που σχετίζονται με τους Ταλιμπάν, το οποίο δρα στη μεθοριακή περιοχή Αφγανιστάν/Πακιστάν. | Gründe für die Aufnahme in die Liste: Stellvertretender Minister für Sicherheit (Intelligence) während des Taliban-Regimes. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
βασικός -ή -ό [vasikós] : 1. που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη, εξέλιξη ή κατανόηση· θεμελιώδης, θεμελιακός: Bασικές αρχές της φιλοσοφίας / των μαθηματικών. Bασικές έννοιες. || Bασική εκπαίδευση, η στοιχειώδης. || (ως ουσ.) τα βασικά, τα στοιχειώδη, τα απαραίτητα: Mάθε πρώτα τα βασικά, τις στοιχειώδεις γνώσεις. Πήρα μαζί μου τα βασικά, τα απαραίτητα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.