αφομοιώνω Verb  [afomiono, afomoiwnw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αφομοιώνω

αφομοιώνω altgriechisch ἀφομοιόω / ἀφομοιῶ ἀπό + ὁμοιόω ὅμοιος (με δάσυνση του "π" σε "φ", λόγω του δασυνόμενου αρκτικού "ο")


GriechischDeutsch
Δεν αφομοιώνω άλλες πληροφορίες.Ich kann keine Fakten mehr verarbeiten.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu αφομοιώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αφομοιώνωαφομοιώνουμε, αφομοιώνομεαφομοιώνομαιαφομοιωνόμαστε
αφομοιώνειςαφομοιώνετεαφομοιώνεσαιαφομοιώνεστε, αφομοιωνόσαστε
αφομοιώνειαφομοιώνουν(ε)αφομοιώνεταιαφομοιώνονται
Imper
fekt
αφομοίωνααφομοιώναμεαφομοιωνόμουν(α)αφομοιωνόμαστε, αφομοιωνόμασταν
αφομοίωνεςαφομοιώνατεαφομοιωνόσουν(α)αφομοιωνόσαστε, αφομοιωνόσασταν
αφομοίωνεαφομοίωναν, αφομοιώναν(ε)αφομοιωνόταν(ε)αφομοιώνονταν, αφομοιωνόντανε, αφομοιωνόντουσαν
Aoristαφομοίωσααφομοιώσαμεαφομοιώθηκααφομοιωθήκαμε
αφομοίωσεςαφομοιώσατεαφομοιώθηκεςαφομοιωθήκατε
αφομοίωσεαφομοίωσαν, αφομοιώσαν(ε)αφομοιώθηκεαφομοιώθηκαν, αφομοιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αφομοιώσει
έχω αφομοιωμένο
έχουμε αφομοιώσει
έχουμε αφομοιωμένο
έχω αφομοιωθεί
είμαι αφομοιωμένος, -η
έχουμε αφομοιωθεί
είμαστε αφομοιωμένοι, -ες
έχεις αφομοιώσει
έχεις αφομοιωμένο
έχετε αφομοιώσει
έχετε αφομοιωμένο
έχεις αφομοιωθεί
είσαι αφομοιωμένος, -η
έχετε αφομοιωθεί
είστε αφομοιωμένοι, -ες
έχει αφομοιώσει
έχει αφομοιωμένο
έχουν αφομοιώσει
έχουν αφομοιωμένο
έχει αφομοιωθεί
είναι αφομοιωμένος, -η, -ο
έχουν αφομοιωθεί
είναι αφομοιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αφομοιώσει
είχα αφομοιωμένο
είχαμε αφομοιώσει
είχαμε αφομοιωμένο
είχα αφομοιωθεί
ήμουν αφομοιωμένος, -η
είχαμε αφομοιωθεί
ήμαστε αφομοιωμένοι, -ες
είχες αφομοιώσει
είχες αφομοιωμένο
είχατε αφομοιώσει
είχατε αφομοιωμένο
είχες αφομοιωθεί
ήσουν αφομοιωμένος, -η
είχατε αφομοιωθεί
ήσαστε αφομοιωμένοι, -ες
είχε αφομοιώσει
είχε αφομοιωμένο
είχαν αφομοιώσει
είχαν αφομοιωμένο
είχε αφομοιωθεί
ήταν αφομοιωμένος, -η, -ο
είχαν αφομοιωθεί
ήταν αφομοιωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αφομοιώνωθα αφομοιώνουμε, θα αφομοιώνομεθα αφομοιώνομαιθα αφομοιωνόμαστε
θα αφομοιώνειςθα αφομοιώνετεθα αφομοιώνεσαιθα αφομοιώνεστε, θα αφομοιωνόσαστε
θα αφομοιώνειθα αφομοιώνουν(ε)θα αφομοιώνεταιθα αφομοιώνονται
Fut
ur
θα αφομοιώσωθα αφομοιώσουμε, θα αφομοιώσομεθα αφομοιωθώθα αφομοιωθούμε
θα αφομοιώσειςθα αφομοιώσετεθα αφομοιωθείςθα αφομοιωθείτε
θα αφομοιώσειθα αφομοιώσουνθα αφομοιωθείθα αφομοιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αφομοιώσει
θα έχω αφομοιωμένο
θα έχουμε αφομοιώσει
θα έχουμε αφομοιωμένο
θα έχω αφομοιωθεί
θα είμαι αφομοιωμένος, -η
θα έχουμε αφομοιωθεί
θα είμαστε αφομοιωμένοι, -ες
θα έχεις αφομοιώσει
θα έχεις αφομοιωμένο
θα έχετε αφομοιώσει
θα έχετε αφομοιωμένο
θα έχεις αφομοιωθεί
θα είσαι αφομοιωμένος, -η
θα έχετε αφομοιωθεί
θα είστε αφομοιωμένοι, -ες
θα έχει αφομοιώσει
θα έχει αφομοιωμένο
θα έχουν αφομοιώσει
θα έχουν αφομοιωμένο
θα έχει αφομοιωθεί
θα είναι αφομοιωμένος, -η, -ο
θα έχουν αφομοιωθεί
θα είναι αφομοιωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αφομοιώνωνα αφομοιώνουμε, να αφομοιώνομενα αφομοιώνομαινα αφομοιωνόμαστε
να αφομοιώνειςνα αφομοιώνετενα αφομοιώνεσαινα αφομοιώνεστε, να αφομοιωνόσαστε
να αφομοιώνεινα αφομοιώνουν(ε)να αφομοιώνεταινα αφομοιώνονται
Aoristνα αφομοιώσωνα αφομοιώσουμε, να αφομοιώσομενα αφομοιωθώνα αφομοιωθούμε
να αφομοιώσειςνα αφομοιώσετενα αφομοιωθείςνα αφομοιωθείτε
να αφομοιώσεινα αφομοιώσουν(ε)να αφομοιωθείνα αφομοιωθούν(ε)
Perfνα έχω αφομοιώσει
να έχω αφομοιωμένο
να έχουμε αφομοιώσει
να έχουμε αφομοιωμένο
να έχω αφομοιωθεί
να είμαι αφομοιωμένος, -η
να έχουμε αφομοιωθεί
να είμαστε αφομοιωμένοι, -ες
να έχεις αφομοιώσει
να έχεις αφομοιωμένο
να έχετε αφομοιώσει
να έχετε αφομοιωμένο
να έχεις αφομοιωθεί
να είσαι αφομοιωμένος, -η
να έχετε αφομοιωθεί
να είστε αφομοιωμένοι, -ες
να έχει αφομοιώσει
να έχει αφομοιωμένο
να έχουν αφομοιώσει
να έχουν αφομοιωμένο
να έχει αφομοιωθεί
να είναι αφομοιωμένος, -η, -ο
να έχουν αφομοιωθεί
να είναι αφομοιωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαφομοίωνεαφομοιώνετεαφομοιώνεστε
Aoristαφομοίωσεαφομοιώστε, αφομοιώσετεαφομοιώσουαφομοιωθείτε
Part
izip
Presαφομοιώνοντας
Perfέχοντας αφομοιώσει, έχοντας αφομοιωμένοαφομοιωμένος, -η, -οαφομοιωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαφομοιώσειαφομοιωθεί









Griechische Definition zu αφομοιώνω

αφομοιώνω [afomióno] -ομαι : για κτ. το οποίο απορροφάται από κτ. άλλο και γίνεται όμοιο με αυτό, με τρόπο που να μη διακρίνονται πια καθόλου τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. 1. (βιολ.) για τους ζωντανούς οργανισμούς, προσλαμβάνω και μετασχηματίζω σε δικά μου συστατικά τις θρεπτικές ουσίες που παίρνω κατά τη θρέψη: Mερικές τροφές αφομοιώνονται εύκολα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback