{το}  αυτοκίνητο Subst.  [aftokinito, aytokinhto]

{das}    Subst.
(9148)
{das}    Subst.
(133)

Etymologie zu αυτοκίνητο

ΔΦΑ : /af.tɔˈci.ni.tɔ/


GriechischDeutsch
Το νοικοκυριό έχει λάβει πίστωση για τη χρηματοδότηση μίσθωσης και εξαγοράς με δόσεις (π.χ. χρηματοδοτική μίσθωση, αυτοκίνητο, τεχνικός εξοπλισμός)Haushalt hat Ratenzahlung (z. B. Leasing, Auto, technische Geräte)

Übersetzung bestätigt

Στις παραγράφους που ακολουθούν, ο όρος «Toyota» χρησιμοποιείται για να ορίσει την «Toyota Motor Europe NV/SA» ενώ ο όρος «σήμα Toyota» ή «όχημα/αυτοκίνητο Toyota» χρησιμοποιείται για να ορίσει τα αυτοκίνητα οχήματα που εμπορεύεται η Toyota με την επωνυμία σήματος Toyota.Nachstehend bezieht sich „Toyota“ auf „Toyota Motor Europe NV/SA“, während der Begriff „Marke Toyota“ oder „Toyota-Fahrzeug/Auto“ die von Toyota unter dem Toyota-Markennamen auf den Markt gebrachten Fahrzeuge bezeichnet.

Übersetzung bestätigt

Το περιθώριο κέρδους του αντιπροσώπου είναι η διαφορά μεταξύ της συνιστωμένης τιμής καταλόγου ενός συγκεκριμένου μοντέλου και της τιμής που ο αντιπρόσωπος αγοράζει το αυτοκίνητο από τον προμηθευτή.Die Marge des Vertragshändlers entspricht der Differenz zwischen dem für ein bestimmtes Modell empfohlenen Katalogpreis und dem Preis, zu dem der Händler das Auto vom Lieferanten kauft.

Übersetzung bestätigt

Εκδοχή 4: Πρόσκρουση της μονάδας σε χαμηλό εμπόδιο (π.χ. επιβατικό αυτοκίνητο σε ισόπεδη διάβαση, ζώο, λίθος κ.λπ.).Szenario 4: Kollision der Einheit mit einem niedrigen Hindernis (z. B. mit einem Auto an einem Bahnübergang, mit einem Tier, einem Felsen usw.).

Übersetzung bestätigt

Επομένως, αποκλείεται η κατάταξη ως τροχοφόρο παιχνίδι παρόμοιο με ποδοκίνητο αυτοκίνητο της κλάσης 9503.Eine Einreihung als Autos mit Tretwerk ähnliches Spielfahrzeug der Position 9503 ist daher ausgeschlossen.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu αυτοκίνητο.







Griechische Definition zu αυτοκίνητο

αυτοκίνητο το [aftokínito] : όχημα που κινείται με δική του μηχανή πάνω σε τέσσερις (ή περισσότερους) τροχούς: αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως (ΔX). αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως (IX). Επιβατικό αυτοκίνητο· (πρβ. λεωφορείο, πούλμαν). Aστικό / υπεραστικό αυτοκίνητο. Επαγγελματικό αυτοκίνητο. Φορτηγό αυτοκίνητο, καμιόνι. αυτοκίνητο ψυγείο. Tαξιδεύω με αυτοκίνητο. Οδηγώ αυτοκίνητο. Άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου. Πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο. Hλεκτρικό / ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο. Aγόρασα καινούριο αυτοκίνητο. αυτοκινητάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό αυτοκίνητο: Συγκρουόμενα* αυτοκινητάκια. β. μικρογραφία αυτοκινήτου που χρησιμοποιείται κυρίως ως παιδικό παιχνίδι.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. αὐτοκίνητος `που κινείται μόνος του΄ σημδ. γαλλ. automobile (auto- = αυτο-)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback