Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το νοικοκυριό έχει λάβει πίστωση για τη χρηματοδότηση μίσθωσης και εξαγοράς με δόσεις (π.χ. χρηματοδοτική μίσθωση, αυτοκίνητο, τεχνικός εξοπλισμός) | Haushalt hat Ratenzahlung (z. B. Leasing, Auto, technische Geräte) Übersetzung bestätigt |
Στις παραγράφους που ακολουθούν, ο όρος «Toyota» χρησιμοποιείται για να ορίσει την «Toyota Motor Europe NV/SA» ενώ ο όρος «σήμα Toyota» ή «όχημα/αυτοκίνητο Toyota» χρησιμοποιείται για να ορίσει τα αυτοκίνητα οχήματα που εμπορεύεται η Toyota με την επωνυμία σήματος Toyota. | Nachstehend bezieht sich „Toyota“ auf „Toyota Motor Europe NV/SA“, während der Begriff „Marke Toyota“ oder „Toyota-Fahrzeug/Auto“ die von Toyota unter dem Toyota-Markennamen auf den Markt gebrachten Fahrzeuge bezeichnet. Übersetzung bestätigt |
Το περιθώριο κέρδους του αντιπροσώπου είναι η διαφορά μεταξύ της συνιστωμένης τιμής καταλόγου ενός συγκεκριμένου μοντέλου και της τιμής που ο αντιπρόσωπος αγοράζει το αυτοκίνητο από τον προμηθευτή. | Die Marge des Vertragshändlers entspricht der Differenz zwischen dem für ein bestimmtes Modell empfohlenen Katalogpreis und dem Preis, zu dem der Händler das Auto vom Lieferanten kauft. Übersetzung bestätigt |
Εκδοχή 4: Πρόσκρουση της μονάδας σε χαμηλό εμπόδιο (π.χ. επιβατικό αυτοκίνητο σε ισόπεδη διάβαση, ζώο, λίθος κ.λπ.). | Szenario 4: Kollision der Einheit mit einem niedrigen Hindernis (z. B. mit einem Auto an einem Bahnübergang, mit einem Tier, einem Felsen usw.). Übersetzung bestätigt |
Επομένως, αποκλείεται η κατάταξη ως τροχοφόρο παιχνίδι παρόμοιο με ποδοκίνητο αυτοκίνητο της κλάσης 9503. | Eine Einreihung als Autos mit Tretwerk ähnliches Spielfahrzeug der Position 9503 ist daher ausgeschlossen. Übersetzung bestätigt |
Noch keine Grammatik zu αυτοκίνητο.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Automobil | die Automobile |
Genitiv | des Automobils | der Automobile |
Dativ | dem Automobil | den Automobilen |
Akkusativ | das Automobil | die Automobile |
αυτοκίνητο το [aftokínito] : όχημα που κινείται με δική του μηχανή πάνω σε τέσσερις (ή περισσότερους) τροχούς: αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως (ΔX). αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως (IX). Επιβατικό αυτοκίνητο· (πρβ. λεωφορείο, πούλμαν). Aστικό / υπεραστικό αυτοκίνητο. Επαγγελματικό αυτοκίνητο. Φορτηγό αυτοκίνητο, καμιόνι. αυτοκίνητο ψυγείο. Tαξιδεύω με αυτοκίνητο. Οδηγώ αυτοκίνητο. Άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου. Πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο. Hλεκτρικό / ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο. Aγόρασα καινούριο αυτοκίνητο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.