{το}  ασυμβίβαστο Subst.  [asimvivasto, asymbibasto]

(49)

Etymologie zu ασυμβίβαστο

ασυμβίβαστο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ασυμβίβαστος


GriechischDeutsch
Το ασυμβίβαστο επηρεάζει, από την άλλη πλευρά, τα μη καταβληθέντα ποσά σύμφωνα με τη συμφωνία μέχρι τις 18 Μαρτίου 1999, και, από την άλλη, το υπόλοιπο της ενίσχυσης από την ημερομηνία αυτή και μετά.Die Unvereinbarkeit betrifft erstens die Beträge, die bis zum 18. März 1999 nicht vereinbarungsgemäß bezahlt wurden, und zweitens den verbleibenden Teil der Beihilfe ab diesem Datum.

Übersetzung bestätigt

Η μη εκπλήρωση μιας προϋπόθεσης συνεπάγεται το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης.Die Nichterfüllung einer Voraussetzung hat die Unvereinbarkeit der Beihilfe zur Folge.

Übersetzung bestätigt

Η Γερμανία αντιτάσσει ως εκ τούτου την ένσταση ότι η Επιτροπή δεν εξουσιοδοτείται πλέον να διαγνώσει το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.Deutschland wendet daher ein, dass die Kommission nicht mehr befugt sei, die Unvereinbarkeit der Beihilfe mit dem Gemeinsamen Markt festzustellen.

Übersetzung bestätigt

Κατόπιν της παραίτησης του κ. ΡΙΕΤΤΕ από το υπουργικό αξίωμα, το ασυμβίβαστο αυτό δεν υφίσταται πλέον,Infolge des Ausscheidens von Herrn PIETTE als Minister besteht diese Unvereinbarkeit nicht mehr —

Übersetzung bestätigt

υπήρχε ο κίνδυνος διαμάχης με τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τις ναυπηγικές εργασίες που ίσχυαν τότε [5],το καθεστώς ενισχύσεων ήταν ασυμβίβαστο με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών που ίσχυαν τότε [6],συνέτρεχε η περίπτωση της χορήγησης παράνομων λειτουργικών ενισχύσεων υπό τη μορφή των ευνοϊκών όρων χρηματοδοτικής μίσθωσης για την αγορά των πλοίων.Gefahr von Konflikten mit den zum damaligen Zeitpunkt geltenden Gemeinschaftsvorschriften über den Schiffbau [5],Unvereinbarkeit der Beihilferegelung mit den zum damaligen Zeitpunkt geltenden Leitlinien für staatliche Beihilfen im Seeverkehr [6],Vorliegen unzulässiger Betriebsbeihilfen in Form von vergünstigten Leasingkonditionen für den Erwerb von Schiffen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ασυμβίβαστο.



Griechische Definition zu ασυμβίβαστο

ασυμβίβαστο [asimvívasto] το, (L)

① unwildivngness to make concessions, inflexibidivty, rigidity (near-syn ακαμψία 2, ανυποχώρητο):
βρήκε συμβιβασμό ένας συγγραφέας, που η βαθύτερη αξία του έγκειται ακριβώς στο ασυμβίβαστό του (Chatzinis)
② sth incompatible or irreconcilable (syn το ασυμφιλίωτο):
γεμάτος είμαι από τ' αντίθετα και από τ' ασυμβίβαστα (Palam) |
η ιδέα είναι το διάφορο από την ύλη και ύστερα γίνεται το ασυμβίβαστο, το αντίθετο, το εχθρικό προς αυτήν (Tsatsos) |
αναζητώ .. μιαν απάντηση αξιοπρεπή για μένα και συμβιβαστική για τ' ασυμβίβαστα (Palaiologos) |
βρίσκεται στην ανάγκη να συνδιαλλάξει μέσα του τα ασυμβίβαστα (Chatzinis, adapted)
ⓐ incompatibidivty, irreconcilabidivty (near-syn ασυμφωνία):
ηθικό, λογικό ασυμβίβαστο |
το ασυμβίβαστο |
η διάσταση οφείλεται στο πλήρες ασυμβίβαστο των μέτρων της κρίσης (Papanoutsos) |
δεν άργησε να διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο ιδεών κι ιδιοσυγκρασιών (Christidis)
[fr kath το ασυμβίβαστον, substantiv. n of ασυμβίβαστος2]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback