αρκώ Verb  [arko, arkw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu αρκώ

αρκώ altgriechisch ἀρκέω / ἀρκῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erg-


GriechischDeutsch
Θα έπρεπε να σου αρκώ εγώ.Ich hätte genügen sollen, um dich zu erfüllen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αρκώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρκώαρκούμεαρκούμαιαρκούμαστε
αρκείςαρκείτεαρκείσαιαρκείστε
αρκείαρκούν(ε)αρκείταιαρκούνται
Imper
fekt
αρκούσααρκούσαμεαρκούμουναρκούμαστε
αρκούσεςαρκούσατε
αρκούσεαρκούσαν(ε)αρκούνταν, εαρκείτοαρκούνταν, εαρκούντο
Aoristάρκεσααρκέσαμεαρκέστηκααρκεστήκαμε
άρκεσεςαρκέσατεαρκέστηκεςαρκεστήκατε
άρκεσεάρκεσαν, αρκέσαν(ε)αρκέστηκεαρκέστηκαν, αρκεστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω αρκέσειέχουμε αρκέσειέχω αρκεστείέχουμε αρκεστεί
έχεις αρκέσειέχετε αρκέσειέχεις αρκεστείέχετε αρκεστεί
έχει αρκέσειέχουν αρκέσειέχει αρκεστείέχουν αρκεστεί
Plu
perf
ekt
είχα αρκέσειείχαμε αρκέσειείχα αρκεστείείχαμε αρκεστεί
είχες αρκέσειείχατε αρκέσειείχες αρκεστείείχατε αρκεστεί
είχε αρκέσειείχαν αρκέσειείχε αρκεστείείχαν αρκεστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρκώθα αρκούμεθα αρκούμαιθα αρκούμαστε
θα αρκείςθα αρκείτεθα αρκείσαιθα αρκείστε
θα αρκείθα αρκούν(ε)θα αρκείταιθα αρκούνται
Fut
ur
θα αρκέσωθα αρκέσουμε, θα αρκέσομεθα αρκεστώθα αρκεστούμε
θα αρκέσειςθα αρκέσετεθα αρκεστείςθα αρκεστείτε
θα αρκέσειθα αρκέσουν(ε)θα αρκεστείθα αρκεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρκέσειθα έχουμε αρκέσει θα έχω αρκεστείθα έχουμε αρκεστεί
θα έχεις αρκέσειθα έχετε αρκέσειθα έχεις αρκεστείθα έχετε αρκεστεί
θα έχει αρκέσειθα έχουν αρκέσειθα έχει αρκεστείθα έχουν αρκεστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρκώνα αρκούμενα αρκούμαινα αρκούμαστε
να αρκείςνα αρκείτενα αρκείσαινα αρκείστε
να αρκείνα αρκούν(ε)να αρκείταινα αρκούνται
Aoristνα αρκέσωνα αρκέσουμε, να αρκέσομενα αρκεστώνα αρκεστούμε
να αρκέσειςνα αρκέσετενα αρκεστείςνα αρκεστείτε
να αρκέσεινα αρκέσουν(ε)να αρκεστείνα αρκεστούν(ε)
Perfνα έχω αρκέσεινα έχουμε αρκέσεινα έχω αρκεστείνα έχουμε αρκεστεί
να έχεις αρκέσεινα έχετε αρκέσεινα έχεις αρκεστείνα έχετε αρκεστεί
να έχει αρκέσεινα έχουν αρκέσεινα έχει αρκεστείνα έχουν αρκεστεί
Imper
ativ
Presαρκείτεαρκείστε
Aoristάρκεσεαρκέστε, αρκέσετεαρκέσουαρκεστείτε
Part
izip
Presαρκώνταςαρκούμενος
Perfέχοντας αρκέσει
InfinAoristαρκέσειαρκεστεί







Griechische Definition zu αρκώ

αρκώ [arkó] -ούμαι (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : 1.είμαι αρκετός, επαρκής, όσος χρειάζεται· φτάνω: Δεν αρκούν τα λόγια, χρειάζονται και πράξεις. Aρκεί η καλή σου διάθεση. Aρκεί η προσπάθεια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback