απρόοπτος -η -ο Adj.  [aprooptos -i -o, aprooptos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • απρόοπτος (maskulin)
  • απρόοπτη (feminin)
  • απρόοπτο (neutrum)


Griechische Definition zu απρόοπτος -η -ο

απρόοπτος -η -ο [apróoptos] : για κτ. που συμβαίνει ξαφνικά, απρόβλεπτα ή απροειδοποίητα: Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου. Aπρόοπτες εξελίξεις. Aπρόοπτη μεταβολή του καιρού. || (ως ουσ.) το απρόοπτο, απρόοπτο γεγονός, συνήθ. εμπόδιο: Aν συμβεί κάτι το απρόοπτο / σε περίπτωση απροόπτου, ειδοποίησέ με. Διάφορα απρόοπτα ανέτρεψαν τα προγράμματα και τις προβλέψεις μας. (έκφρ.) εκτός απροόπτου, αρκεί να μη συμβεί κτ. απρόοπτο: Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου. (λόγ.) εξ απροόπτου, ξαφνικά, απρόοπτα. καταλαμβάνω* κπ. εξ απροόπτου. απρόοπτα ΕΠIΡΡ: Ο πόλεμος πήρε εντελώς απρόοπτος -η -ο νέα τροπή.

[λόγ. < αρχ. ἀπρόοπτος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback