αποσβήνω Verb  [aposvino, aposbhnw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αποσβήνω.





Griechische Definition zu αποσβήνω

αποσβήνω [apozvíno] (wrongly sp. also αποσβύνω[also αποσβυσμένος & αποσβυστός]) ipf απόσβηνα, aor απόσβησα (& απόσβεσα; subj αποσβήσω & αποσβέσω), pf & plupf έχω-είχα αποσβήσει, mediop αποσβήνομαι, aor αποσβήστηκα (& αποσβέστηκα; subj αποσβηστώ, αποσβεστώ & L αποσβεσθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσβεστεί (& L

Ⓐ trans
① wipe out completely, erase, obdivterate, extinguish:
ποιος μπορεί τώρα να μου εξηγήσει τι γίνεται μέσα στο μυαλό μας, τι αποσβήνει ο καιρός, τι αποθολώνει μονάχα; (Psichari) |
η γραμμή μηρού-δεξιού γόνατος έχει αποσβεσθεί στο δικό μας αγγείο (Bakalakis) |
η αθηναϊκή δημοκρατία είχε αποσβεσθεί από τις νεότερες πραγματικότητες (Panagiotop) |
τα παλαιά λάθη απόσβησαν τα κέρδη και άφησαν μόνο τις ζημίες για όλους (Papanoutsos) |
poem .. η θάλασσα ετάραξε τους δρόμους των | κι απόσβησε το μονοπάτι τους το κύμα (Zevgodiv)
ⓐ put out, extinguish (syn σβήνω):
απόσβησε τη φωτιά
② law, econ. etc annul, extinguish, edivminate, cancel, remove (near-syn καταλύω, παραγράφω):
υπάρχει μια συμβατική υποχρέωση, που δε μπορεί ούτε ο αδέξιος χειρισμός του ζητήματος από την κυβέρνηση ούτε η πολιτική σκοπιμότητα ν' αποσβέσουν (Angelop) |
τα χρέη του πολέμου αποσβέστηκαν, επειδή με τον πληθωρισμό το εθνικό μας νόμισμα είχε χάσει όλη την αξία του (Papanoutsos) |
poem .. ο ερχόμενος αμνός δεν έχει πια να άρει τις αμαρτίες του κόσμου· γιατί απόσβεσεν ο κόσμος την αμαρτία (Papatsonis)
③ account. etc pay off gradually, redeem, amortize:
το κόστος του έργου μπορεί να αποσβεσθεί με άνεση |
οι ομολογίες θα πρέπει ν' αποσβεσθούν σε μια σειρά σαράντα ετών (Angelop, adapted)
Ⓑ intr
④ be extinguished, be erased, fade away (syn σβήνω):
απόσβεσε το τραγούδι, απόσβεσε ο χορός |
τα βράχια κ' οι πετρόλοφοι του τόπου χαμήλωναν μέσ' την απόσταση, απόσβηναν με το θαλάσσιο αυλάκι (Plaskovitis) |
αποσβήνει πια η εικόνα του Σωκράτη (Theodorakop) |
πανίσχυρα ένστικτα δεν έχουν αποσβεστεί ακόμη στον άνθρωπο (Papanoutsos, adapted) |
poem το δείλι ακόμα δεν απόσβησε κλ (Kazantz Od 5.65)
ⓑ be extinguished, go out (syn σβήνω):
απόσβησε η θράκα |
απόσβησαν οι φλόγες |
το σκοτάδι χύθηκε βαρύ σαν απόσβηνε το καντήλι (Christomanos) |
ολωνών απόσβησε η ανασαιμιά και στεγνώσαν τα χείλια (Vlami)
⑤ mi αποσβήνομαι be extinguished, fade:
αποσβήνεται ο ήχος, η φωνή |
κάθε γενναίο ευγενικό αίσθημα δεν αποσβήστηκε σ' εμάς (Markoras)
[fr postmed αποσβήνω & aor απόσβεσα ← K, AG ἀποσβέννυμι]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback