απολαμβάνω Verb  [apolamvano, apolambanw]

  Verb
(47)
  Verb
(3)

Etymologie zu απολαμβάνω

απολαμβάνω altgriechisch ἀπολαμβάνω ἀπό + λαμβάνω


GriechischDeutsch
Τρομοκρατήθηκα με την ιδέα πως θα έχανα την ικανότητα να απολαμβάνω και να εκτιμώ το ηλιοβασίλεμα αν δεν έχω μαζί την φωτογραφική μου, αν δεν το τουιτάρω στους φίλους μου.Es machte mir Angst, dass ich die Fähigkeit verlieren könnte, den Sonnenuntergang genießen können ohne Kamera und ohne Tweet an meine Freunde.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu απολαμβάνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απολαμβάνωαπολαμβάνουμε, απολαμβάνομε
απολαμβάνειςαπολαμβάνετε
απολαμβάνειαπολαμβάνουν(ε)
Imper
fekt
απολάμβανααπολαμβάναμε
απολάμβανεςαπολαμβάνατε
απολάμβανεαπολάμβαναν, απολαμβάναν(ε)
Aoristαπόλαυσα, απήλαυσααπολαύσαμε
απόλαυσες, απήλαυσεςαπολαύσατε
απόλαυσε, απήλαυσεαπόλαυσαν, απολαύσαναν(ε), απήλαυσαν
Per
fekt
έχω απολαύσειέχουμε απολαύσει
έχεις απολαύσειέχετε απολαύσει
έχει απολαύσειέχουν απολαύσει
Plu
per
fekt
είχα απολαύσειείχαμε απολαύσει
είχες απολαύσειείχατε απολαύσει
είχε απολαύσειείχαν απολαύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απολαμβάνωθα απολαμβάνουμε, θα απολαμβάνομε
θα απολαμβάνειςθα απολαμβάνετε
θα απολαμβάνειθα απολαμβάνουν(ε)
Fut
ur
θα απολαύσωθα απολαύσουμε, θα απολαύσομε
θα απολαύσειςθα απολαύσετε
θα απολαύσειθα απολαύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απολαύσειθα έχουμε απολαύσει
θα έχεις απολαύσειθα έχετε απολαύσει
θα έχει απολαύσειθα έχουν απολαύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απολαμβάνωνα απολαμβάνουμε, να απολαμβάνομε
να απολαμβάνειςνα απολαμβάνετε
να απολαμβάνεινα απολαμβάνουν(ε)
Aoristνα απολαύσωνα απολαύσουμε, να απολαύσομε
να απολαύσειςνα απολαύσετε
να απολαύσεινα απολαύσουν(ε)
Perfνα έχω απολαύσεινα έχουμε απολαύσει
να έχεις απολαύσεινα έχετε απολαύσει
να έχει απολαύσεινα έχουν απολαύσει
Imper
ativ
Presαπολάμβανεαπολαμβάνετε
Aoristαπόλαυσεαπολαύστε
Part
izip
Presαπολαμβάνοντας
Perfέχοντας απολαύσει
InfinAoristαπολαύσει







Griechische Definition zu απολαμβάνω

απολαμβάνω [apolamváno] & απολαβαίνω [apolavéno] Ρ αόρ. απόλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : 1α.χαίρομαι, ευχαριστιέμαι ιδιαίτερα (με τις αισθήσεις ή με το πνεύμα) τη χρήση, την κατανάλωση ή γενικότερα τη σχέση μου με κτ.: απολαμβάνω το φαγητό / το ποτό / το παιχνίδι / τον ήλιο / τη θάλασσα / τον έρωτα / ένα θέαμα / ένα βιβλίο. Aπολαμβάνει τις χαρές της ζωής. απολαμβάνω τις ανέσεις ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Θέλω να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα. Άφησέ με να απολαύσω πρώτα το φαγητό μου. β. ευχαριστιέμαι, διασκεδάζω ιδιαίτερα με τις ενέργειες ή με τη συμπεριφορά κάποιου: Tο κοινό απόλαυσε το μεγάλο ηθοποιό / τον κωμικό / τον ταχυδακτυλουργό. Tον απολαμβάνω καθώς μιλάει / χορεύει / παίζει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback