αποδοκιμάζω Verb  [apodokimazo, apothokimazo, apodokimazw]

  Verb
(0)

Etymologie zu αποδοκιμάζω

αποδοκιμάζω altgriechisch ἀποδοκιμάζω ((Lehnbedeutung) französisch désapprouver)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu αποδοκιμάζω

αποδοκιμάζω [apoδokimázo] -ομαι : εκφράζω την έντονη αντίθεσή μου, την απαρέσκειά μου για κτ. με το οποίο δε συμφωνώ, το οποίο δεν εγκρίνω, για κτ. το οποίο απορρίπτω. ANT επιδοκιμάζω: H αντιπολίτευση αποδοκίμασε τα νέα οικονομικά μέτρα. αποδοκιμάζω τη στάση σου / τη συμπεριφορά του. || εκδηλώνω την αντίθεσή μου με φωνές, χειρονομίες και έντονα εχθρική στάση: Οι θεατές αποδοκίμασαν ζωηρά τους ηθοποιούς. Ο ομιλητής αποδοκιμάστηκε από το πλήθος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδοκιμάζω `απορρίπτω σαν ακατάλληλο΄ & σημδ. γαλλ. désapprouver]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback