{η}  απαγωγή Subst.  [apagogi, aparoji, apagwgh]

{die}    Subst.
(990)
{das}    Subst.
(89)
(2)

Etymologie zu απαγωγή

απαγωγή altgriechisch ἀπαγωγή


GriechischDeutsch
απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,Entführung, Freiheitsberaubung und Geiselnahme,

Übersetzung bestätigt

Απαγωγή, απαγωγή για λύτρα, παράνομη κράτησηEntführung, erpresserische Entführung, Freiheitsberaubung

Übersetzung bestätigt

Οι υπό τις διαταγές του δυνάμεις θεωρήθηκαν υπεύθυνες για τη στράτευση ανήλικων στρατιωτών, για απαγωγές, για την επιβολή καταναγκαστικών έργων, για τη σεξουαλική κακοποίηση γυναικών, για αυθαίρετες συλλήψεις και θανατώσεις εκτός δίκης, κατά παραβίαση των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου· εμπόδισε τη δράση της IWG, την επιχείρηση UNOCI, τις γαλλικές δυνάμεις και την ειρηνευτική διαδικασία, κατά την έννοια της απόφασης 1643 των ΗΕ (2005).»Die unter seinem Kommando stehenden Streitkräfte vollzogen entgegen Menschenrechtskonventionen und dem humanitären Völkerrecht Rekrutierungen von Kindersoldaten, Entführungen, Verhängungen von Zwangsarbeit, sexuellen Missbrauch von Frauen, willkürliche Festnahmen und außergerichtliche Hinrichtungen; Behinderung der Tätigkeiten der IWG, der UNOCI, der französischen Streitkräfte und des Friedensprozesses nach VN-Resolution 1643 (2005).“

Übersetzung bestätigt

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και σύλληψη ομήρωνEntführung, Freiheitsberaubung und Geiselnahme

Übersetzung bestätigt

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και σύλληψη ομήρων,Entführung, Freiheitsberaubung und Geiselnahme,

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu απαγωγή

απαγωγή [apaγoyí] η, (L)

① leading away, carrying off, abduction:
απαγωγή προσώπων με βία ή με δόλο |
το δωρικό έθιμο της απαγωγής (ChZalokostas) |
απαγωγή παιδιού kidnapping |
απαγωγή μιας κόρης με τη θέλησή της ή με τη βία, όπως και να 'ναι αντίθετα στη γνώμη των δικών της (Petsadivs) |
οι γυναίκες εύρισκαν πιο τιμητική την απαγωγή τους διά της βίας (Evelpidis) |
άλλοτε είχαμε ένα σωρό απαγωγές, όχι τώρα |
εκούσια απαγωγή (γυναίκας) eloping, elopement |
οι δυο τους έπαψαν πια να κάνουν λόγο για απαγωγή |
| ακουσία απαγωγή (syn αρπαγή) |
η απαγωγή των Σαβίνων the rape of the Sabine women (i.e. the involuntary abduction of the Sabine) |
ο Hρόδοτος σαν αιτίες των πολέμων Eλλήνων και βαρβάρων βρίσκει την απαγωγή της Iώς από τους Φοίνικες, την απαγωγή της Mήδειας από τους Aργοναύτες και της Eλένης απ' τον Πάρη (Evelpidis)
② gym, athl motion bringing apart two divmbs (ant προσαγωγή):
απαγωγή των ποδών heels together, toes apart |
απαγωγή εναλλάξ των σκελών με ημιεκτάσεις από την υπτία κατάκλιση (Mastrokostas) |
προσαγωγή και απαγωγή των ποδών (Chrysafis)
③ philos, logic, math deduction (ant επαγωγή):
τελολογική απαγωγή |
η επιστήμη, που μελετάει την ουσία, δουλεύει με την απαγωγή |
η εις άτοπον απαγωγή reductio ad absurdum |
ο Ed. von Hartmann ζητεί να αποδείξει το ρεαλισμό με την εις άτοπον απαγωγή (Papanoutsos) |
ο Nτοστογέφσκη αποπειράθηκε ν' αποδείξει την ύπαρξη του Θεού διά της εις άτοπον απαγωγής (id.)
[fr kath απαγωγή ← K (also pap, 3rd c. BC), PatrG (also 'reductio') ← AG]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback