{die} Stütze (ugs.) Subst.(0) |
αντιστήριγμα Koine-Griechisch ἀντιστήριγμα altgriechisch στήριγμα στηρίζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Όπως περιγράφεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 173, η «χρήση ως αδρανή» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπορική εκμετάλλευση της πέτρας, του χαλικιού και της άμμου για κατασκευαστικούς σκοπούς, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται ως υλικά ή αντιστηρίγματα στην κατασκευή ή τη βελτίωση οποιουδήποτε δομικού έργου (περιλαμβανομένων των οδών και μονοπατιών, υποστρώματος υφιστάμενης ή υπό κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής και των επιχώσεων) ή όταν αναμειγνύονται ως μέρος της διεργασίας παραγωγής κονιάματος, σκυροδέματος, πισσούχου ασφαλτομίγματος, σκύρων οδοποιίας ή κάθε παρόμοιου δομικού υλικού [51]. | Die besonderen Merkmale schlössen eine Substituierung dieses Materials durch aufbereitetes Material oder durch Nebenprodukte aus nicht mit der Herstellung von Granulaten in Zusammenhang stehenden Prozessen aus. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
ALG I |
Arbeitslosengeld |
Arbeitslosenunterstützung |
Stütze |
Stempelgeld |
αντιστήριγμα το [andistíriγma] : διάταξη που στηρίζει κτ., και ιδίως δοκάρι τοποθετημένο κάθετα ή πλάγια για να ενισχύει τη σταθερότητα μιας κατασκευής: Mετά τους σεισμούς πολλά σπίτια χρειάστηκαν αντιστηρίγματα. || (επέκτ.): Για να μη χάσω την ισορροπία μου, στάσου δίπλα μου για αντιστήριγμα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.