αναστενάζω Verb  [anastenazo, anastenazw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu αναστενάζω

αναστενάζω altgriechisch ἀναστενάζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
stöhnen
seufzen
ächzen

Grammatik

Grammatik zu αναστενάζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστενάζωαναστενάζουμε, αναστενάζομε
αναστενάζειςαναστενάζετε
αναστενάζειαναστενάζουν(ε)
Imper
fekt
αναστέναζααναστενάζαμε
αναστέναζεςαναστενάζατε
αναστέναζεαναστέναζαν, αναστενάζαν(ε)
Aoristαναστέναξααναστενάξαμε
αναστέναξεςαναστενάξατε
αναστέναξεαναστέναξαν, αναστενάξαν(ε)
Per
fekt
έχω αναστενάξειέχουμε αναστενάξει
έχεις αναστενάξειέχετε αναστενάξει
έχει αναστενάξειέχουν αναστενάξει
Plu
per
fekt
είχα αναστενάξειείχαμε αναστενάξει
είχες αναστενάξειείχατε αναστενάξει
είχε αναστενάξειείχαν αναστενάξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστενάζωθα αναστενάζουμε, θα αναστενάζομε
θα αναστενάζειςθα αναστενάζετε
θα αναστενάζειθα αναστενάζουν(ε)
Fut
ur
θα αναστενάξωθα αναστενάξουμε, θα αναστενάξομε
θα αναστενάξειςθα αναστενάξετε
θα αναστενάξειθα αναστενάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστενάξειθα έχουμε αναστενάξει
θα έχεις αναστενάξειθα έχετε αναστενάξει
θα έχει αναστενάξειθα έχουν αναστενάξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστενάζωνα αναστενάζουμε, να αναστενάζομε
να αναστενάζειςνα αναστενάζετε
να αναστενάζεινα αναστενάζουν(ε)
Aoristνα αναστενάξωνα αναστενάξουμε, να αναστενάξομε
να αναστενάξειςνα αναστενάξετε
να αναστενάξεινα αναστενάξουν(ε)
Perfνα έχω αναστενάξεινα έχουμε αναστενάξει
να έχεις αναστενάξεινα έχετε αναστενάξει
να έχει αναστενάξεινα έχουν αναστενάξει
Imper
ativ
Presαναστέναζεαναστενάζετε
Aoristαναστέναξεαναστενάξτε, αναστενάχτε
Part
izip
Presαναστενάζοντας
Perfέχοντας αναστενάξει
InfinAoristαναστενάξει







Griechische Definition zu αναστενάζω

αναστενάζω [anastenázo] .2α : βγάζω αναστεναγμό: αναστενάζω από λύπη / πόνο / ευχαρίστηση / ανακούφιση. Aναστέναξε βαθιά καθώς θυμήθηκε τα περασμένα. || (επέκτ.) στενοχωριέμαι πολύ: Aναστενάζει η ψυχή / η καρδιά κάποιου.

[αρχ. ἀναστενάζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback