αναβάλλω Verb  [anavallo, anaballw]

  Verb
(26)
  Verb
(5)
  Verb
(2)
abblasen (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu αναβάλλω

αναβάλλω spätgriechisch ἀναβάλλω altgriechisch ἀναβάλλω


GriechischDeutsch
-Όχι, δεν το αναβάλλω.Nein, nicht verschieben.

Übersetzung nicht bestätigt

Ο Λευκός Οίκος στέλνει τον Δρ Κίσινγκερ, κι εσύ ζητάς να την αναβάλλω.Und Sie muten mir zu, ich soll verschieben! Ohne mich!

Übersetzung nicht bestätigt

Είναι κάτι που δεν μπορώ να το αναβάλλω,Ich kann das nicht mehr verschieben,

Übersetzung nicht bestätigt

Θα το αναβάλλω, αλλά έτσι πατσίζουμε.Ich lasse die Abstimmung verschieben. Aber damit sind wir quitt.

Übersetzung nicht bestätigt

Και πες στον Διοικητή Σίσκο ότι πρέπει ν' αναβάλλω την εμφάνισή μας στη Σύνοδο των Βέντεκ.Und sagen Sie Commander Sisko, ich müsste unser Auftreten vor der Versammlung leider verschieben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αναβάλλω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναβάλλωαναβάλλουμε, αναβάλλομεαναβάλλομαιαναβαλλόμαστε
αναβάλλειςαναβάλλετεαναβάλλεσαιαναβάλλεστε, αναβαλλόσαστε
αναβάλλειαναβάλλουν(ε)αναβάλλεταιαναβάλλονται
Imper
fekt
ανέβαλλααναβάλλαμεαναβαλλόμουν(α)αναβαλλόμαστε
ανέβαλλεςαναβάλλατεαναβαλλόσουν(α)αναβαλλόσαστε
ανέβαλλεανέβαλλαν, αναβάλλαν(ε)αναβαλλόταν(ε)αναβάλλονταν
Aoristανέβαλααναβάλαμεαναβλήθηκααναβληθήκαμε
ανέβαλεςαναβάλατεαναβλήθηκεςαναβληθήκατε
ανέβαλεανέβαλαν, αναβάλαν(ε)αναβλήθηκεαναβλήθηκαν, αναβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναβάλειέχουμε αναβάλειέχω αναβληθεί
είμαι αναβεβλημένος, -η
έχουμε αναβληθεί
είμαστε αναβεβλημένοι, -ες
έχεις αναβάλειέχετε αναβάλειέχεις αναβληθεί
είσαι αναβεβλημένος, -η
έχετε αναβληθεί
είστε αναβεβλημένοι, -ες
έχει αναβάλειέχουν αναβάλειέχει αναβληθεί
είναι αναβεβλημένος, -η, -ο
έχουν αναβληθεί
είναι αναβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναβάλειείχαμε αναβάλειείχα αναβληθεί
ήμουν αναβεβλημένος, -η
είχαμε αναβληθεί
ήμαστε αναβεβλημένοι, -ες
είχες αναβάλειείχατε αναβάλειείχες αναβληθεί
ήσουν αναβεβλημένος, -η
είχατε αναβληθεί
ήσαστε αναβεβλημένοι, -ες
είχε αναβάλειείχαν αναβάλειείχε αναβληθεί
ήταν αναβεβλημένος, -η, -ο
είχαν αναβληθεί
ήταν αναβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναβάλλωθα αναβάλλουμε, θα αναβάλλομεθα αναβάλλομαιθα αναβαλλόμαστε
θα αναβάλλειςθα αναβάλλετεθα αναβάλλεσαιθα αναβάλλεστε, θα αναβαλλόσαστε
θα αναβάλλειθα αναβάλλουν(ε)θα αναβάλλεταιθα αναβάλλονται
Fut
ur
θα αναβάλωθα αναβάλουμε, θα αναβάλομεθα αναβληθώθα αναβληθούμε
θα αναβάλειςθα αναβάλετεθα αναβληθείςθα αναβληθείτε
θα αναβάλειθα αναβάλουν(ε)θα αναβληθείθα αναβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναβάλειθα έχουμε αναβάλειθα έχω αναβληθεί
θα είμαι αναβεβλημένος, -η
θα έχουμε αναβληθεί
θα είμαστε αναβεβλημένοι, -ες
θα έχεις αναβάλειθα έχετε αναβάλειθα έχεις αναβληθεί
θα είσαι αναβεβλημένος, -η
θα έχετε αναβάλει
θα είστε αναβεβλημένοι, -ες
θα έχει αναβάλειθα έχουν αναβάλειθα έχει αναβληθεί
θα είναι αναβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν αναβληθεί
θα είναι αναβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναβάλλωνα αναβάλλουμε, να αναβάλλομενα αναβάλλομαινα αναβαλλόμαστε
να αναβάλλειςνα αναβάλλετενα αναβάλλεσαινα αναβάλλεστε, να αναβαλλόσαστε
να αναβάλλεινα αναβάλλουνενα αναβάλλεταινα αναβάλλονται
Aoristνα αναβάλωνα αναβάλουμενα αναβληθώνα αναβληθούμε
να αναβάλειςνα αναβάλετενα αναβληθείςνα αναβληθείτε
να αναβάλεινα αναβάλουν(ε)να αναβληθείνα αναβληθούν(ε)
Perfνα έχω αναβάλεινα έχουμε αναβάλεινα έχω αναβληθεί
να είμαι αναβεβλημένος, -η
να έχουμε αναβληθεί
να είμαστε αναβεβλημένοι, -ες
να έχεις αναβάλεινα έχετε αναβάλεινα έχεις αναβληθεί
να είσαι αναβεβλημένος, -η
να έχετε αναβληθεί
να είστε αναβεβλημένοι, -ες
να έχει αναβάλεινα έχουν αναβάλεινα έχει αναβληθεί
να είναι αναβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν αναβληθεί
να είναι αναβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάβαλλεαναβάλλετεαναβάλλεστε
Aoristανάβαλεαναβάλετεαναβληθείτε
Part
izip
Presαναβάλλονταςαναβαλλόμενος
Perfέχοντας αναβάλειαναβεβλημένος, -η, -οαναβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristαναβάλειαναβληθεί













Griechische Definition zu αναβάλλω

αναβάλλω [anaválo] -ομαι Ρ πρτ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβαλα, απαρέμφ. αναβάλει, παθ. αόρ. αναβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και ανεβλήθη, ανεβλήθησαν, απαρέμφ. αναβληθεί : μεταθέτω στο μέλλον την εκτέλεση μιας ενέργειας, τη λήψη μιας απόφασης κτλ.: Aνέβαλε το ταξίδι του. Σε παρακαλώ μην το αναβάλεις. Mην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα. Aναβλήθηκαν οι εξετάσεις για ένα μήνα. Aναβλήθηκε η διάλεξη. H δίκη αναβλήθηκε επ΄ αόριστον.

[λόγ. < αρχ. ἀναβάλλω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback