in dispute, disputed, debatable, controversial: 
μη αμφισβητούμενος -η -ο uncontroversial | 
ανεξακρίβωτες ή αμφισβητούμενες πληροφορίες | 
σκοτεινά ή αμφισβητούμενα στοιχεία | 
πράγμα αμφισβητούμενο | 
αμφισβητούμενη έννοια του όρου Aναγέννηση | 
το αμφισβητούμενο ζήτημα matter in dispute | 
τα αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα | 
πρόβλημα αμφισβητούμενο | 
αμφισβητούμενο σημείο debating point | 
αμφισβητούμενος -η -ο ισχυρισμός | 
αποφασίζω τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις | 
άνθρωπος με αμφισβητούμενο ήθος | 
αμφισβητούμενη η λύση (σ' ένα τιθέμενο πρόβλημα) | 
αμφισβητούμενη αρμοδιότητα | 
αμφισβητούμενες αξιώσεις disputed claims | 
αμφισβητουμένη δικαιοδοσία jurisdiction (of the courts) in dispute | 
αμφισβητούμενο διοικητικό the controversies between private persons and the state, involved in dispute of legadivty of administrative acts | 
gnom κάθε αρχηγός αμφισβητούμενος -η -ο είναι αρχηγός αδύνατος (Kontogiannis) | 
η μεταδοτικότης των μικροβίων ήταν ακόμα αμφισβητούμενη τον 18ον αιώνα (Louros) | 
ο διδακτικός Kαβάφης ανανέωσε και καταξίωσε ένα αμφισβητούμενο είδος της ποίησης, την ποίηση τη διδακτική (Chatzinis) | 
οι σημασίες πίσω από τα φαινόμενα είναι μερικές, προσωρινές, αντιφατικές και αμφισβητούμενες (Dizikirikis) | 
ο μύθος είχε λίγη και αμφισβητούμενη αντοχή (Charis) | 
το αμφισβητούμενο λογοτεχνικό είδος, το χρονογράφημα (id.) | 
το ενδιαφέρον του κοινού έχει αντικείμενο τη ζωντανή τέχνη των ημερών μας και μάλιστα την πιο αμφισβητούμενη μορφή της, τη λεγόμενη αφηρημένη τέχνη (Karouzos) 
ⓑ disputed, doubtful (syn αμφίβολος, ύποπτος): 
υπάρχει μονάχα ένας συγγραφέας από την Πάτρα, ο Mνασέας και τούτος αμφισβητούμενος -η -ο (Panagiotop) | 
ο Bρανούσης κατατάσσει τη συλλογή "Έρωτος αποτελέσματα" ως αμφισβητούμενο έργο του Pήγα (Frangos)