αμφισβητούμενος -η -ο Adj.  [amfisvitumenos -i -o, amfisbhtoymenos -h -o]

  Adj.
(1)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Ήταν αμφισβητούμενος.Es war sehr umstritten.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • αμφισβητούμενος (maskulin)
  • αμφισβητούμενη (feminin)
  • αμφισβητούμενο (neutrum)


Griechische Definition zu αμφισβητούμενος -η -ο

αμφισβητούμενος, -η, -ο [amfizvitúmenos] (L)

in dispute, disputed, debatable, controversial:
μη αμφισβητούμενος -η -ο uncontroversial |
ανεξακρίβωτες ή αμφισβητούμενες πληροφορίες |
σκοτεινά ή αμφισβητούμενα στοιχεία |
πράγμα αμφισβητούμενο |
αμφισβητούμενη έννοια του όρου Aναγέννηση |
το αμφισβητούμενο ζήτημα matter in dispute |
τα αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα |
πρόβλημα αμφισβητούμενο |
αμφισβητούμενο σημείο debating point |
αμφισβητούμενος -η -ο ισχυρισμός |
αποφασίζω τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις |
άνθρωπος με αμφισβητούμενο ήθος |
αμφισβητούμενη η λύση (σ' ένα τιθέμενο πρόβλημα) |
αμφισβητούμενη αρμοδιότητα |
αμφισβητούμενες αξιώσεις disputed claims |
αμφισβητουμένη δικαιοδοσία jurisdiction (of the courts) in dispute |
αμφισβητούμενο διοικητικό the controversies between private persons and the state, involved in dispute of legadivty of administrative acts |
gnom κάθε αρχηγός αμφισβητούμενος -η -ο είναι αρχηγός αδύνατος (Kontogiannis) |
η μεταδοτικότης των μικροβίων ήταν ακόμα αμφισβητούμενη τον 18ον αιώνα (Louros) |
ο διδακτικός Kαβάφης ανανέωσε και καταξίωσε ένα αμφισβητούμενο είδος της ποίησης, την ποίηση τη διδακτική (Chatzinis) |
οι σημασίες πίσω από τα φαινόμενα είναι μερικές, προσωρινές, αντιφατικές και αμφισβητούμενες (Dizikirikis) |
ο μύθος είχε λίγη και αμφισβητούμενη αντοχή (Charis) |
το αμφισβητούμενο λογοτεχνικό είδος, το χρονογράφημα (id.) |
το ενδιαφέρον του κοινού έχει αντικείμενο τη ζωντανή τέχνη των ημερών μας και μάλιστα την πιο αμφισβητούμενη μορφή της, τη λεγόμενη αφηρημένη τέχνη (Karouzos)
ⓐ being contested:
διαρκώς αμφισβητούμενος -η -ο χώρος |
μη αμφισβητούμενος -η -ο uncontested |
βουλευτική έδρα μη αμφισβητούμενη uncontested seat in the pardivament
ⓑ disputed, doubtful (syn αμφίβολος, ύποπτος):
υπάρχει μονάχα ένας συγγραφέας από την Πάτρα, ο Mνασέας και τούτος αμφισβητούμενος -η -ο (Panagiotop) |
ο Bρανούσης κατατάσσει τη συλλογή "Έρωτος αποτελέσματα" ως αμφισβητούμενο έργο του Pήγα (Frangos)
[prpp of αμφισβητώ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback