αμφιβάλλω Verb  [amfivallo, amfiballw]

  Verb
(48)
  Verb
(24)

Etymologie zu αμφιβάλλω

αμφιβάλλω altgriechisch ἀμφιβάλλω ἀμφι- (αμφι-) + βάλλω.


GriechischDeutsch
Κάπως έτσι είχα σκεφτεί να ξεκινήσω, αλλά κοιτώντας τριγύρω στην αίθουσα αρχίζω να αμφιβάλλω για τα ίδια μου τα λόγια.Mit diesen Worten wollte ich eigentlich beginnen, doch wenn ich mich in diesem Saal so umschaue, dann beginne ich an meinen eigenen Worten zu zweifeln.

Übersetzung bestätigt

Έχω κουραστεί από λόγια που δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα και αρχίζω να αμφιβάλλω για τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των οργάνων του.Ich bin der Worte, die den Tatsachen nicht gerecht werden, überdrüssig und beginne, an der Kraft und Wirksamkeit des Europäischen Parlaments und unserer Institutionen zu zweifeln.

Übersetzung bestätigt

Αυτή η πολιτική και οικονομική παράταξη δυνάμεων στο εσωτερικό της Ευρώπης με κάνει να αμφιβάλλω σοβαρά για το κατά πόσον η Συνταγματική Συνθήκη, στην οποία τόσο συχνά αναφερόμαστε, αποτελεί κατάλληλη λύση για τα οικονομικά μας προβλήματα.Diese politische und wirtschaftliche Ausrichtung der Kräfte in Europa lässt mich ernsthaft daran zweifeln, ob der oft erwähnte Verfassungsvertrag geeignet ist, unsere wirtschaftlichen Schmerzen zu überwinden.

Übersetzung bestätigt

Εφόσον οι συντάκτες καθιερώνουν δείκτες αποτελεσματικότητας, όπως ο "αριθμός των ταξιδιών και των συναντήσεων εργασίας" είτε ακόμη και ο "αριθμός των διαφορετικών τομέων συνεργατικής προσπάθειας", διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την εξοικοίωση του συντάκτη της έκθεσης με το εν λόγω ζήτημα. " ενότητα 7, "Μέτρα κατά της απάτης", δίνει μάλλον εντύπωση απόγνωσης, ενώ η δήλωση 8.2.2 με κάνει να αμφιβάλλω για τη λογική μου.Wenn der Verfasser Erfolgsindikatoren wie zum Beispiel "Zahl der Dienstreisen und Sitzungen" und sogar "Zahl der verschiedenen Bereiche kooperativen Bemühens" einführt, dann habe ich ernsthafte Zweifel, was die Themenkenntnis des Berichtsverfassers angeht. Abschnitt 7, "Maßnahmen gegen Betrug", macht einen ziemlich verzweifelten Eindruck, während Erklärung 8.2.2 mich an meinem Verstand zweifeln lässt.

Übersetzung bestätigt

Πρέπει όμως να διαπιστώσω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται σε όλα τα ψηφίσματα που αφορούν τη θανατική ποινή στις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που με κάνει να αμφιβάλλω για την ορθότητά τους.Wenngleich ich feststellen muß, daß Behauptungen im Hinblick auf keine ordentlichen Gerichtsverfahren in allen Entschließungen, bei denen es um die Todesstrafe in den Vereinigten Staaten geht, auftauchen, was mich an ihrer Berechtigung zweifeln läßt.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu αμφιβάλλω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αμφιβάλλωαμφιβάλλουμε, αμφιβάλλομε
αμφιβάλλειςαμφιβάλλετε
αμφιβάλλειαμφιβάλλουν(ε)
Imper
fekt
αμφέβαλλααμφιβάλλαμε
αμφέβαλλεςαμφιβάλλατε
αμφέβαλλεαμφέβαλλαν, αμφιβάλλαν(ε)
Aoristαμφέβαλααμφιβάλαμε
αμφέβαλεςαμφιβάλατε
αμφέβαλεαμφέβαλαν, αμφιβάλαν(ε)
Per
fekt
έχω αμφιβάλειέχουμε αμφιβάλει
έχεις αμφιβάλειέχετε αμφιβάλει
έχει αμφιβάλειέχουν αμφιβάλει
Plu
per
fekt
είχα αμφιβάλειείχαμε αμφιβάλει
είχες αμφιβάλειείχατε αμφιβάλει
είχε αμφιβάλειείχαν αμφιβάλει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αμφιβάλλωθα αμφιβάλλουμε, θα αμφιβάλλομε
θα αμφιβάλλειςθα αμφιβάλλετε
θα αμφιβάλλειθα αμφιβάλλουν(ε)
Fut
ur
θα αμφιβάλωθα αμφιβάλουμε, θα αμφιβάλομε
θα αμφιβάλειςθα αμφιβάλετε
θα αμφιβάλειθα αμφιβάλουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αμφιβάλειθα έχουμε αμφιβάλει
θα έχεις αμφιβάλειθα έχετε αμφιβάλει
θα έχει αμφιβάλειθα έχουν αμφιβάλει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αμφιβάλλωνα αμφιβάλλουμε, να αμφιβάλλομε
να αμφιβάλλειςνα αμφιβάλλετε
να αμφιβάλλεινα αμφιβάλλουνε
Aoristνα αμφιβάλωνα αμφιβάλουμε
να αμφιβάλειςνα αμφιβάλετε
να αμφιβάλεινα αμφιβάλουν(ε)
Perfνα έχω αμφιβάλεινα έχουμε αμφιβάλει
να έχεις αμφιβάλεινα έχετε αμφιβάλει
να έχει αμφιβάλεινα έχουν αμφιβάλει
Imper
ativ
Presυπέρβαλλεαμφιβάλλετε
Aoristυπέρβαλεαμφιβάλετε
Part
izip
Presαμφιβάλλοντας
Perfέχοντας αμφιβάλει
InfinAoristαμφιβάλει







Griechische Definition zu αμφιβάλλω

αμφιβάλλω [amfiválo] -ομαι στη σημ. β Ρ πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα, απαρέμφ. αμφιβάλει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α.δεν είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ., έχω αμφιβολίες για κτ.: αμφιβάλλω για την τιμιότητά του. Ως προς τα προσόντα του δεν αμφέβαλα ποτέ. Οι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν για όλα. αμφιβάλλω αν θα σε δεχτεί. αμφιβάλλω αν θα πληρώσει. αμφιβάλλω αν το πήρε είδηση κανείς άλλος. Δεν αμφιβάλλω ότι θα έρθει. Θα του ζητήσεις αύξηση; - Γιατί, αμφιβάλλεις;, ως έκφραση απόλυτης βεβαιότητας. β. (παθ.) υπάρχει αμφιβολία, αμφισβήτηση για κτ.: Aμφιβάλλεται η ορθογραφία μερικών διπλοσχημάτιστων ρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβάλλω, αρχ. σημ.: `ρίχνω γύρω΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback