bezweifeln
 Verb

αμφιβάλλω Verb
(24)
αμφισβητώ Verb
(5)
DeutschGriechisch
Ob die Aufgabe, für die ich mich heute bewerbe, angenehmer werden wird, wage ich im Übrigen zu bezweifeln.Κατά τα άλλα, αμφιβάλλω αν τα καθήκοντα για τα οποία θέτω σήμερα υποψηφιότητα θα είναι πιο ευχάριστα.

Übersetzung bestätigt

Wenn Herr Prodi sagt, es werde keine Leftovers von Nizza geben, dann wage ich das zu bezweifeln.Όταν ο κ. Πρόντι δηλώνει ότι δεν υπάρχουν υπόλοιπα από τη Νίκαια έχω την τάση να αμφιβάλλω.

Übersetzung bestätigt

Aber selbst wenn es zu einer umfassenden Runde kommt, dann wage ich zu bezweifeln, dass die Gemeinschaft bei den Themen, um die es dann geht, wie beispielsweise Investitionen oder Niederlassungsrecht, bereit wäre zur Gegenseitigkeit in der Fischerei.Ακόμη όμως κι αν γίνει ένας γενικός γύρος, πολύ αμφιβάλλω αν με τα εκκρεμή θέματα που έχουμε, όπως επενδύσεις ή δικαίωμα εγκατάστασης, θα ήταν πρόθυμη η Κοινότητα να έρθει σε αντιπαράθεση για την αλιεία.

Übersetzung bestätigt

Ich will nicht bezweifeln, ob die Verwendungsziele wichtig genug sind, um für die Finanzierung in Betracht zu kommen.Δεν αμφιβάλλω για το γεγονός ότι οι στόχοι για τους οποίους διατίθενται τα ποσά αυτά είναι αρκετά σημαντικοί προκειμένου να προσφέρεται αυτή η χρηματοδότηση.

Übersetzung bestätigt

Das Paket für sich ist ja in Ordnung, ohne Frage, aber ob es wirklich der wirtschaftlichen Erholung Europas in der jetzigen Krise dienen kann, möchte ich doch sehr bezweifeln.Ωστόσο, αμφιβάλλω κατά πόσο μπορεί να βοηθήσει στην οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης κατά την υπάρχουσα κρίση.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αμφιβάλλωαμφιβάλλουμε, αμφιβάλλομε
αμφιβάλλειςαμφιβάλλετε
αμφιβάλλειαμφιβάλλουν(ε)
Imper
fekt
αμφέβαλλααμφιβάλλαμε
αμφέβαλλεςαμφιβάλλατε
αμφέβαλλεαμφέβαλλαν, αμφιβάλλαν(ε)
Aoristαμφέβαλααμφιβάλαμε
αμφέβαλεςαμφιβάλατε
αμφέβαλεαμφέβαλαν, αμφιβάλαν(ε)
Per
fekt
έχω αμφιβάλειέχουμε αμφιβάλει
έχεις αμφιβάλειέχετε αμφιβάλει
έχει αμφιβάλειέχουν αμφιβάλει
Plu
per
fekt
είχα αμφιβάλειείχαμε αμφιβάλει
είχες αμφιβάλειείχατε αμφιβάλει
είχε αμφιβάλειείχαν αμφιβάλει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αμφιβάλλωθα αμφιβάλλουμε, θα αμφιβάλλομε
θα αμφιβάλλειςθα αμφιβάλλετε
θα αμφιβάλλειθα αμφιβάλλουν(ε)
Fut
ur
θα αμφιβάλωθα αμφιβάλουμε, θα αμφιβάλομε
θα αμφιβάλειςθα αμφιβάλετε
θα αμφιβάλειθα αμφιβάλουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αμφιβάλειθα έχουμε αμφιβάλει
θα έχεις αμφιβάλειθα έχετε αμφιβάλει
θα έχει αμφιβάλειθα έχουν αμφιβάλει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αμφιβάλλωνα αμφιβάλλουμε, να αμφιβάλλομε
να αμφιβάλλειςνα αμφιβάλλετε
να αμφιβάλλεινα αμφιβάλλουνε
Aoristνα αμφιβάλωνα αμφιβάλουμε
να αμφιβάλειςνα αμφιβάλετε
να αμφιβάλεινα αμφιβάλουν(ε)
Perfνα έχω αμφιβάλεινα έχουμε αμφιβάλει
να έχεις αμφιβάλεινα έχετε αμφιβάλει
να έχει αμφιβάλεινα έχουν αμφιβάλει
Imper
ativ
Presυπέρβαλλεαμφιβάλλετε
Aoristυπέρβαλεαμφιβάλετε
Part
izip
Presαμφιβάλλοντας
Perfέχοντας αμφιβάλει
InfinAoristαμφιβάλει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback