Deutsch | Griechisch |
---|---|
Mit diesen Worten wollte ich eigentlich beginnen, doch wenn ich mich in diesem Saal so umschaue, dann beginne ich an meinen eigenen Worten zu zweifeln. | Κάπως έτσι είχα σκεφτεί να ξεκινήσω, αλλά κοιτώντας τριγύρω στην αίθουσα αρχίζω να αμφιβάλλω για τα ίδια μου τα λόγια. Übersetzung bestätigt |
Ich bin der Worte, die den Tatsachen nicht gerecht werden, überdrüssig und beginne, an der Kraft und Wirksamkeit des Europäischen Parlaments und unserer Institutionen zu zweifeln. | Έχω κουραστεί από λόγια που δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα και αρχίζω να αμφιβάλλω για τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Übersetzung bestätigt |
Diese politische und wirtschaftliche Ausrichtung der Kräfte in Europa lässt mich ernsthaft daran zweifeln, ob der oft erwähnte Verfassungsvertrag geeignet ist, unsere wirtschaftlichen Schmerzen zu überwinden. | Αυτή η πολιτική και οικονομική παράταξη δυνάμεων στο εσωτερικό της Ευρώπης με κάνει να αμφιβάλλω σοβαρά για το κατά πόσον η Συνταγματική Συνθήκη, στην οποία τόσο συχνά αναφερόμαστε, αποτελεί κατάλληλη λύση για τα οικονομικά μας προβλήματα. Übersetzung bestätigt |
Wenn der Verfasser Erfolgsindikatoren wie zum Beispiel "Zahl der Dienstreisen und Sitzungen" und sogar "Zahl der verschiedenen Bereiche kooperativen Bemühens" einführt, dann habe ich ernsthafte Zweifel, was die Themenkenntnis des Berichtsverfassers angeht. Abschnitt 7, "Maßnahmen gegen Betrug", macht einen ziemlich verzweifelten Eindruck, während Erklärung 8.2.2 mich an meinem Verstand zweifeln lässt. | Εφόσον οι συντάκτες καθιερώνουν δείκτες αποτελεσματικότητας, όπως ο "αριθμός των ταξιδιών και των συναντήσεων εργασίας" είτε ακόμη και ο "αριθμός των διαφορετικών τομέων συνεργατικής προσπάθειας", διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την εξοικοίωση του συντάκτη της έκθεσης με το εν λόγω ζήτημα. " ενότητα 7, "Μέτρα κατά της απάτης", δίνει μάλλον εντύπωση απόγνωσης, ενώ η δήλωση 8.2.2 με κάνει να αμφιβάλλω για τη λογική μου. Übersetzung bestätigt |
Wenngleich ich feststellen muß, daß Behauptungen im Hinblick auf keine ordentlichen Gerichtsverfahren in allen Entschließungen, bei denen es um die Todesstrafe in den Vereinigten Staaten geht, auftauchen, was mich an ihrer Berechtigung zweifeln läßt. | Πρέπει όμως να διαπιστώσω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται σε όλα τα ψηφίσματα που αφορούν τη θανατική ποινή στις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που με κάνει να αμφιβάλλω για την ορθότητά τους. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
misstrauen |
argwöhnen |
zweifeln |
präsumieren |
Ähnliche Wörter |
---|
zweifelnd |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zweifle zweifele | ||
du | zweifelst | |||
er, sie, es | zweifelt | |||
Präteritum | ich | zweifelte | ||
Konjunktiv II | ich | zweifelte | ||
Imperativ | Singular | zweifle! | ||
Plural | zweifelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gezweifelt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zweifeln |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αμφιβάλλω | αμφιβάλλουμε, αμφιβάλλομε |
αμφιβάλλεις | αμφιβάλλετε | ||
αμφιβάλλει | αμφιβάλλουν(ε) | ||
Imper fekt | αμφέβαλλα | αμφιβάλλαμε | |
αμφέβαλλες | αμφιβάλλατε | ||
αμφέβαλλε | αμφέβαλλαν, αμφιβάλλαν(ε) | ||
Aorist | αμφέβαλα | αμφιβάλαμε | |
αμφέβαλες | αμφιβάλατε | ||
αμφέβαλε | αμφέβαλαν, αμφιβάλαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αμφιβάλει | έχουμε αμφιβάλει | |
έχεις αμφιβάλει | έχετε αμφιβάλει | ||
έχει αμφιβάλει | έχουν αμφιβάλει | ||
Plu per fekt | είχα αμφιβάλει | είχαμε αμφιβάλει | |
είχες αμφιβάλει | είχατε αμφιβάλει | ||
είχε αμφιβάλει | είχαν αμφιβάλει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αμφιβάλλω | θα αμφιβάλλουμε, θα αμφιβάλλομε | |
θα αμφιβάλλεις | θα αμφιβάλλετε | ||
θα αμφιβάλλει | θα αμφιβάλλουν(ε) | ||
Fut ur | θα αμφιβάλω | θα αμφιβάλουμε, θα αμφιβάλομε | |
θα αμφιβάλεις | θα αμφιβάλετε | ||
θα αμφιβάλει | θα αμφιβάλουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αμφιβάλει | θα έχουμε αμφιβάλει | |
θα έχεις αμφιβάλει | θα έχετε αμφιβάλει | ||
θα έχει αμφιβάλει | θα έχουν αμφιβάλει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αμφιβάλλω | να αμφιβάλλουμε, να αμφιβάλλομε |
να αμφιβάλλεις | να αμφιβάλλετε | ||
να αμφιβάλλει | να αμφιβάλλουνε | ||
Aorist | να αμφιβάλω | να αμφιβάλουμε | |
να αμφιβάλεις | να αμφιβάλετε | ||
να αμφιβάλει | να αμφιβάλουν(ε) | ||
Perf | να έχω αμφιβάλει | να έχουμε αμφιβάλει | |
να έχεις αμφιβάλει | να έχετε αμφιβάλει | ||
να έχει αμφιβάλει | να έχουν αμφιβάλει | ||
Imper ativ | Pres | υπέρβαλλε | αμφιβάλλετε |
Aorist | υπέρβαλε | αμφιβάλετε | |
Part izip | Pres | αμφιβάλλοντας | |
Perf | έχοντας αμφιβάλει | ||
Infin | Aorist | αμφιβάλει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.