{η}  ένσταση Subst.  [enstasi, enstash]

{der}    Subst.
(429)

Etymologie zu ένσταση

ένσταση altgriechisch ἔνστασις ἐνίσταμαι ἐν + ἵσταμαι, Passiv von ἵστημι


GriechischDeutsch
Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 39 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, οποιοδήποτε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, ή οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον, και είναι εγκατεστημένο ή διαμένει σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για χορήγηση προστασίας ή σε τρίτη χώρα, δύναται να υποβάλλει ένσταση κατά της προτεινόμενης προστασίας, καταθέτοντας στην Επιτροπή δεόντως αιτιολογημένη δήλωση σχετικά με τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.Innerhalb von zwei Monaten ab der Veröffentlichung gemäß Artikel 39 Absatz 3 Unterabsatz 1 kann jeder Mitgliedstaat oder jedes Drittland oder jede natürliche oder juristische Person mit einem berechtigten Interesse, die in einem anderen als dem Antrag stellenden Mitgliedstaat oder in einem Drittland niedergelassen oder ansässig ist, Einspruch gegen den beabsichtigten Schutz einlegen, indem bei der Kommission eine ordnungsgemäß begründete Erklärung zu den in diesem Kapitel festgelegten Bedingungen für die Inanspruchnahme eingereicht wird.

Übersetzung bestätigt

Τα κράτη μέλη προβλέπουν εθνική διαδικασία που διασφαλίζει την ενδεδειγμένη δημοσίευση της αίτησης και προβλέπουν περίοδο τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης εντός της οποίας οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον και είναι εγκατεστημένο ή διαμένει στο έδαφός τους δύναται να υποβάλει ένσταση κατά της προτεινόμενης προστασίας, καταθέτοντας δεόντως αιτιολογημένη δήλωση.Der Mitgliedstaat führt ein nationales Verfahren durch, indem er für eine angemessene Veröffentlichung des Antrags sorgt und eine Frist von mindestens zwei Monaten ab dem Zeitpunkt der Veröffentlichung setzt, innerhalb deren natürliche oder juristische Personen mit einem berechtigten Interesse, die in seinem Hoheitsgebiet niedergelassen oder ansässig sind, anhand einer ausreichend begründeten Erklärung beim Mitgliedstaat Einspruch gegen den Antrag einlegen können.

Übersetzung bestätigt

Η Γαλλία υπέβαλε ένσταση κατά της καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.Frankreich hat gemäß Artikel 7 Absatz 3 Buchstabe c der Verordnung (EG) Nr. 510/2006 Einspruch gegen die beabsichtigte Eintragung eingelegt.

Übersetzung bestätigt

Βάσει της συμφωνίας αυτής, η Ιταλία κρίνει ικανοποιητικές τις πληροφορίες που παρείχε το Ηνωμένο Βασίλειο και, κατά συνέπεια, απέσυρε την ένσταση.Im Rahmen dieser Einigung ist Italien der Auffassung, dass die vom Vereinigten Königreich bereitgestellten Informationen ausreichend waren, und hat somit den Einspruch zurückgezogen.

Übersetzung bestätigt

Η Ιταλία υπέβαλε ένσταση κατά της καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, επικαλούμενη το λόγο ένστασης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.Italien hat gemäß Artikel 7 Absatz 1 der Verordnung (EG) Nr. 510/2006 Einspruch gegen diese Eintragung eingelegt und dabei die Einspruchsgründe gemäß Artikel 7 Absatz 3 Buchstabe a der genannten Verordnung geltend gemacht, nämlich dass die Bedingungen gemäß Artikel 2 der Verordnung (EG) Nr. 510/2006 nicht erfüllt sind.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ένσταση

ένσταση η [énstasi] : λόγος που αντιτίθεται σε κτ. που λέχτηκε ή αποφασίστηκε· (πρβ. αντίρρηση): Διατυπώνω / προβάλλω ένσταση. Προφορική / γραπτή ένσταση. ένσταση απαρτίας, η αντίρρηση ότι δεν υπάρχει απαρτία για να γίνει ή να συνεχιστεί συνεδρίαση. ένσταση επί της διαδικασίας, αντίρρηση ως προς τη νομιμότητα ή την ορθότητα μιας ακολουθούμενης διαδικασίας. || (ειδικότ. νομ.) διαδικαστική πράξη με την οποία ζητείται η οριστική ή η πρόσκαιρη αποτροπή δικαιώματος ή αξίωσης του ενάγοντος: Aνατρεπτική / αναβλητική ένσταση. Yποβάλλω / εξετάζω / κρίνω / δέχομαι ένσταση. Tο δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις του κατηγορουμένου.

[λόγ. < αρχ. ἔνστα(σις) -ση `αντίρρηση σε επιχείρημα΄ κατά τη σημ. του ενίσταμαι]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback