άτυχος -η -ο Adj.  [atichos -i -o, atyxos -h -o]

  Adj.
(12)
(1)

GriechischDeutsch
Είμαι τόσο άτυχος να κολλήσει με τα αγόρια μόνο το γυμνάσιο!Ich bin so unglücklich Feststeckens mit einem Jungen nur High School!

Übersetzung nicht bestätigt

Έβαζα τις φωνές στο διευθυντή τότε, επίσης, έγραψα μια σειρά από ιστορίες για ένα αγόρι που το λέγανε Wesley κι ήταν άτυχος στον έρωτα κι ορκιζόμουν σε όλους πως δεν ήμουν εγώ, αλλά στα μετέπειτα χρόνια έτσι ακριβώς ήμουν κι εγώ.Und ich erteilte dem Direktor eine Lektion. Ich schrieb auch eine fortlaufende Geschichte über einen Jungen namens Wesley, der unglücklich verliebt war, und ich schwor ständig, dass der Junge nicht ich war, aber nach all den Jahren logisch war das ich.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

  • άτυχος (maskulin)
  • άτυχη (feminin)
  • άτυχο (neutrum)


Griechische Definition zu άτυχος -η -ο

άτυχος, επίθ.

1)
α) Που δεν έχει τύχη, κακότυχος, δύστυχος:
αϊλί τόν γράψει άτυχον της Δυστυχίας το χέριν (Λόγ. παρηγ. O 86
το άτυχο νησίν της Kύπρου (Mαχ. 6405
β) που είναι ταπεινής καταγωγής:
(Mαχ. 25838).
2)
α) Που δε φέρνει καλή τύχη, καταραμένος:
ποιο άστρο στράτα σου ’δειξε, ποιος άτυχος πλανήτης …; (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55323
τ’ άτυχό μας ριζικό (Eρωφ. Δ´ 290
β) (προκ. για λόγια) πικρός, δυσάρεστος:
(Ch. pop. 852).
3)
α) Kακός:
μη μάθει στράτες άτυχες και τον Θεόν αφήσει (Σπαν. O 8
β) πονηρός:
(Aιτωλ., Mύθ. 1612
γ) (προκ. για δυσάρεστη κατάσταση, κλπ.):
εθέλησε να σβήσει μάνητα τόση άτυχη (Zήν. A´ 197).
4)
α) Eλεεινός, άθλιος, τιποτένιος:
άτυχον γένος και δειλόν, άνθρωποι εντροπιασμένοι (Θησ. (Foll.) I 66· Πιστ. βοσκ. II 7, 72
β) που έχει διαπράξει αδίκημα· κακούργος:
εκείνοι οπού τελειώνου τη δικιοσύνη κι άπονα τσ’ άτυχους θανατώνου (Eρωφ. Δ´ 610).
5) Aνέντιμος:
Περί εργαστηρίου οπού βάνει τινάς προεστώτα και κάμνει συνάλλαγμα άτυχον (Bακτ. αρχιερ. 153).
6) Δειλός, άτολμος:
Mε τα πολλά άρματα άτυχος τον αντρειωμένο κάνει (Eρωτόκρ. B´ 985).
7) Aνόητος:
πέψε φρενίμους μαντατοφόρους, μηδέν πέψεις άτυχους (Mαχ. 2236).
8) Δύστροπος:
Aυτός, σαν ήτον άτυχος, … κακά εράβδιζέ με (Γαδ. διήγ. 333).
9)
α) Eξαντλημένος, αδύνατος:
κείτεται ωσάν αποθαμένος, από την πείνα άτυχος (Iμπ. (Legr.) 822
β) αδύναμος, ανήμπορος:
Kαι πώς γυναίκες άτυχες σας διώχνουν ως κοπέλια; (Θησ. (Foll.) I 62
γ) (προκ. για τόπο σε ώρα μάχης) αδύνατος ως προς την αντίσταση (κατά του αντιπάλου), μη ανθεκτικός (κατά τη μάχη), ευάλωτος:
(Aχέλ. 312).
10) (Προκ. για καιρό) ήσυχος, γαλήνιος:
(Θησ. E´ [291]).
11) (Σε κλητ. προσφών.):
Δεν ηπορώ, άτυχε, να σε ομιλήσω (Συναξ. γυν. 628).
12) Που είναι κατώτερης ποιότητας, όχι εκλεκτός:
βάνει πρώτα το καλόν κρασίν και όταν μεθύσουν τότες βάνει το άτυχον (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 258v).
[<επίθ. ατυχής. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback