Griechische Definition zu Ρωμιός
Ρωμιός ο [romnós] : (οικ., συναισθ.) Έλληνας, συνήθ. σε προτάσεις που εκφράζουν κάποιο συναίσθημα φιλοπατρίας, εθνικής περηφάνιας κτλ.: Εμείς οι Ρωμιοί, όταν είμαστε ενωμένοι, κάνουμε θαύματα. Ο Ρωμιός διακρίνεται για το φιλότιμό του.
[μσν. Ρωμαίος `πολίτης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. Ῥωμαῖος `πολίτης της Ρώμης΄ (πρβ. μσν. Ρωμανία `το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος΄, ελνστ. σημ.: `ρωμαϊκό κράτος΄ < λατ. Romanus `Ρωμαίος΄, δες και ρωμαϊκός, Ρούμελη) (διαφ. το τσιγγ. Rom `άντρας, όνομα της φυλής΄)· Ρωμι(ός) -ά]
[...]
http://www.greek-language.gr