υπερβαίνω Verb (3) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich bin Ihre Suchthelferin. Es ist mein Job, freundlichst Grenzen zu überschreiten. | Σαν νηφάλιος συνοδός σου είναι δουλειά μου να υπερβαίνω όρια. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich würde mich fühlen, als würde ich eine Grenze überschreiten, wenn ich Walden nach einem Schlüssel für meine Freundin Frage. | Απλά, νιώθω να υπερβαίνω τα όριά μου με τον Γουόλντεν ζητώντας κλειδί για την κοπέλα μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Also... ich will meine Grenzen nicht überschreiten, aber da du einen Lauf hast, es gibt da eine Sache, die ich mich immer gefragt habe. | Λοιπόν χωρίς να υπερβαίνω τα όρια, αλλά μιας που έχεις κέφια υπάρχει κάτι που πάντα αναρωτιόμουν. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
überschreiten |
übersteigen |
(eine Grenze) knacken |
(über etwas) hinausgehen |
größer sein (als) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | überschreite | ||
du | überschreitest | |||
er, sie, es | überschreitet | |||
Präteritum | ich | überschritt | ||
Konjunktiv II | ich | überschritte | ||
Imperativ | Singular | überschreite! | ||
Plural | überschreitet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
überschritten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:überschreiten |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπερβαίνω | υπερβαίνουμε, υπερβαίνομε |
υπερβαίνεις | υπερβαίνετε | ||
υπερβαίνει | υπερβαίνουν(ε) | ||
Imper fekt | υπερέβαινα | υπερβαίναμε | |
υπερέβαινες | υπερβαίνατε | ||
υπερέβαινε | υπερέβαιναν, υπερβαίναν(ε) | ||
Aorist | (υπερέβηκα) | (υπερβήκαμε) | |
(υπερέβηκες) | (υπερβήκατε) | ||
(υπερέβηκε) υπερέβη | (υπερβήκανε) υπερέβησαν | ||
Per fekt | έχω υπερβεί | έχουμε υπερβεί | |
έχεις υπερβεί | έχετε υπερβεί | ||
έχει υπερβεί | έχουν υπερβεί | ||
Plu per fekt | είχα υπερβεί | είχαμε υπερβεί | |
είχες υπερβεί | είχατε υπερβεί | ||
είχε υπερβεί | είχαν υπερβεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπερβαίνω | θα υπερβαίνουμε, θα υπερβαίνομε | |
θα υπερβαίνεις | θα υπερβαίνετε | ||
θα υπερβαίνει | θα υπερβαίνουν(ε) | ||
Fut ur | θα υπερβώ | θα υπερβούμε, θα υπερβόμε | |
θα υπερβείς | θα υπερβέτε | ||
θα υπερβεί | θα υπερβούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω υπερβεί | θα έχουμε υπερβεί | |
θα έχεις υπερβεί | θα έχετε υπερβεί | ||
θα έχει υπερβεί | θα έχουν υπερβεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπερβαίνω | να υπερβαίνουμε, να υπερβαίνομε |
να υπερβαίνεις | να υπερβαίνετε | ||
να υπερβαίνει | να υπερβαίνουν(ε) | ||
Aorist | να υπερβώ | να υπερβούμε, να υπερβόμε | |
να υπερβείς | να υπερβέτε | ||
να υπερβεί | να υπερβούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπερβεί | να έχουμε υπερβεί | |
να έχεις υπερβεί | να έχετε υπερβεί | ||
να έχει υπερβεί | να έχουν υπερβεί | ||
Imper ativ | Pres | υπερέβαινε | υπερβαίνετε |
Aorist | υπερβείτε | ||
Part izip | Pres | υπερβαίνοντας | |
Perf | έχοντας υπερβεί | ||
Infin | Aorist | υπερβεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.