συμφωνώ Verb (8) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ab hier dürfte ich mit vielen der vorgebrachten Kritiken übereinstimmen, auch mit einer, die implizit zu sein scheint, aber nicht ausgesprochen wurde. | Θεωρώ ότι συμφωνώ, από εκεί και πέρα, με πολλές από τις κριτικές που έγιναν. Συμφωνώ και με μία κριτική που πιστεύω πως υπονοείται αλλά δεν έχει εκφραστεί ρητά. Übersetzung bestätigt |
Ich will hier nicht die Teile herausstellen, in denen wir übereinstimmen, sondern auf einige Themen eingehen, die mich und eine Reihe von Abgeordneten bewegen. | Δεν θα τονίσω τα σημεία της έκθεσης με τα οποία συμφωνώ, ωστόσο θα ήθελα να τονίσω κάποια θέματα που απασχολούν τόσο εμένα, όσο και κάποιους άλλους βουλευτές. Übersetzung bestätigt |
Ich bin gegen einige Änderungen, die meiner Meinung nach nicht die entgegengesetzte Richtung einschlagen, selbst wenn sie im Großen und Ganzen halbwegs mit der beabsichtigten Fassung des vereinbarten Wortlauts übereinstimmen. | Δεν συμφωνώ με ορισμένες τροπολογίες οι οποίες, κατά την άποψή μου, δεν προχωρούν στην αντίθετη κατεύθυνση, ακόμη και αν, γενικά, είναι συνεπείς ως έναν βαθμό με τον επιδιωκόμενο στόχο του συμφωνηθέντος κειμένου. Übersetzung bestätigt |
Frau Präsidentin, Herr Kommissar, sehr verehrte Damen und Herren, ich freue mich immer sehr, nach Herrn Fjellner zu sprechen, da ich mir sicher sein kann, dass ich nicht mit ihm übereinstimmen werde. | Κυρία Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι, είμαι πάντα πολύ ευτυχής όταν μιλάω μετά τον κ. Fjellner, καθώς είμαι πάντα βέβαιος ότι δεν θα συμφωνώ μαζί του. Übersetzung bestätigt |
Ich kann mit einem großen Teil des Inhalts übereinstimmen, und kenne die Schwierigkeiten, die sich bei der Erstellung ergeben haben, insbesondere im Hinblick auf die negative und zerstörerische Haltung der aktuellen Regierung eines Mitgliedstaates. | Υπάρχουν πάρα πολλά στο σχέδιο αυτό με τα οποία ασφαλώς συμφωνώ και γνωρίζω τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι συντάκτες του, ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της πολιτικής συνεχούς παρεμβολής εμποδίων που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση ενός κράτους μέλους. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(sich) decken |
zusammenpassen |
übereinstimmen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stimme überein | ||
du | stimmst überein | |||
er, sie, es | stimmt überein | |||
Präteritum | ich | stimmte überein | ||
Konjunktiv II | ich | stimmte überein | ||
Imperativ | Singular | stimm überein! stimme überein! | ||
Plural | stimmt überein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
übereingestimmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:übereinstimmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμφωνώ | συμφωνούμε | συμφωνούμαι | συμφωνούμαστε |
συμφωνείς | συμφωνείτε | συμφωνείσαι | συμφωνείστε | ||
συμφωνεί | συμφωνούν(ε) | συμφωνείται | συμφωνούνται | ||
Imper fekt | συμφωνούσα | συμφωνούσαμε | συμφωνούμουν | συμφωνούμαστε | |
συμφωνούσες | συμφωνούσατε | ||||
συμφωνούσε | συμφωνούσαν(ε) | συμφωνούνταν, συμφωνείτο | συμφωνούνταν, συμφωνούντο | ||
Aorist | συμφώνησα | συμφωνήσαμε | συμφωνήθηκα | συμφωνηθήκαμε | |
συμφώνησες | συμφωνήσατε | συμφωνήθηκες | συμφωνηθήκατε | ||
συμφώνησε | συμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε) | συμφωνήθηκε | συμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμφωνώ | θα συμφωνούμε | θα συμφωνούμαι | θα συμφωνούμαστε | |
θα συμφωνείς | θα συμφωνείτε | θα συμφωνείσαι | θα συμφωνείστε | ||
θα συμφωνεί | θα συμφωνούν(ε) | θα συμφωνείται | θα συμφωνούνται | ||
Fut ur | θα συμφωνήσω | θα συμφωνήσουμε | θα συμφωνηθώ | θα συμφωνηθούμε | |
θα συμφωνήσεις | θα συμφωνήσετε | θα συμφωνηθείς | θα συμφωνηθείτε | ||
θα συμφωνήσει | θα συμφωνήσουν(ε) | θα συμφωνηθεί | θα συμφωνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμφωνώ | να συμφωνούμε | να συμφωνούμαι | να συμφωνούμαστε |
να συμφωνείς | να συμφωνείτε | να συμφωνείσαι | να συμφωνείστε | ||
να συμφωνεί | να συμφωνούν(ε) | να συμφωνείται | να συμφωνούνται | ||
Aorist | να συμφωνήσω | να συμφωνηθώ | να συμφωνηθούμε | ||
να συμφωνήσεις | να συμφωνήσετε | να συμφωνηθείς | να συμφωνηθείτε | ||
να συμφωνήσει | να συμφωνήσουν(ε) | να συμφωνηθεί | να συμφωνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συμφωνείτε | συμφωνείστε | ||
Aorist | συμφώνησε | συμφωνήστε, συμφωνήσετε | συμφωνήσου | συμφωνηθείτε | |
Part izip | Pres | συμφωνώντας | |||
Perf | έχοντας συμφωνήσει, | συμφωνημένος, -η, -ο | συμφωνημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμφωνήσει | συμφωνηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.