übereinkommen
 Verb

συμφωνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn ich mich mit Tracy Jorden treffe und wir übereinkommen das es die schlechteste Idee ist die es jemals gab, verwerfen Sie das ganze?Αν συναντηθώ με τον Τρέισι Τζόρνταν και συμφωνήσουμε κι οι δύο, ότι αυτό είναι η χειρότερη ιδέα, θα υποχωρήσεις;

Übersetzung nicht bestätigt

Es tut mir leid, daß wir nicht übereinkommen konnten.Λυπάμαι που δεν τα βρήκαμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir müssen übereinkommen, welcher Kampf zu verlieren ist, wir alle, sofort.Πρέπει να αποφασίσουμε ποια μάχη θα χάσουμε. Όλοι μας, τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Das ist der Grund, warum wir jetzt übereinkommen müssen... dass, egal wer gewinnt, wir das Geld Greendale geben. Um den Schaden zu reparieren und unsere Schule zu retten!Για να επισκευαστούν οι ζημιές και να σωθεί το σχολείο.

Übersetzung nicht bestätigt

Und wenn wir darüber übereinkommen können...Αν τα βρούμε σ' αυτό...

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμφωνώσυμφωνούμεσυμφωνούμαισυμφωνούμαστε
συμφωνείςσυμφωνείτεσυμφωνείσαισυμφωνείστε
συμφωνείσυμφωνούν(ε)συμφωνείταισυμφωνούνται
Imper
fekt
συμφωνούσασυμφωνούσαμεσυμφωνούμουνσυμφωνούμαστε
συμφωνούσεςσυμφωνούσατε
συμφωνούσεσυμφωνούσαν(ε)συμφωνούνταν, συμφωνείτοσυμφωνούνταν, συμφωνούντο
Aoristσυμφώνησασυμφωνήσαμεσυμφωνήθηκασυμφωνηθήκαμε
συμφώνησεςσυμφωνήσατεσυμφωνήθηκεςσυμφωνηθήκατε
συμφώνησεσυμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε)συμφωνήθηκεσυμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συμφωνήσει
έχω συμφωνημένο
έχουμε συμφωνήσει
έχουμε συμφωνημένο
έχω συμφωνηθεί
είμαι συμφωνημένος, -η
έχουμε συμφωνηθεί
είμαστε συμφωνημένοι, -ες
έχεις συμφωνήσει
έχεις συμφωνημένο
έχετε συμφωνήσει
έχετε συμφωνημένο
έχεις συμφωνηθεί
είσαι συμφωνημένος, -η
έχετε συμφωνηθεί
είστε συμφωνημένοι, -ες
έχει συμφωνήσει
έχει συμφωνημένο
έχουν συμφωνήσει
έχουν συμφωνημένο
έχει συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένος, -η, -ο
έχουν συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα συμφωνήσει
είχα συμφωνημένο
είχαμε συμφωνήσει
είχαμε συμφωνημένο
είχα συμφωνηθεί
ήμουν συμφωνημένος, -η
είχαμε συμφωνηθεί
ήμαστε συμφωνημένοι, -ες
είχες συμφωνήσει
είχες συμφωνημένο
είχατε συμφωνήσει
είχατε συμφωνημένο
είχες συμφωνηθεί
ήσουν συμφωνημένος, -η
είχατε συμφωνηθεί
ήσαστε συμφωνημένοι, -ες
είχε συμφωνήσει
είχε συμφωνημένο
είχαν συμφωνήσει
είχαν συμφωνημένο
είχε συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένος, -η, -ο
είχαν συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμφωνώθα συμφωνούμεθα συμφωνούμαιθα συμφωνούμαστε
θα συμφωνείςθα συμφωνείτεθα συμφωνείσαιθα συμφωνείστε
θα συμφωνείθα συμφωνούν(ε)θα συμφωνείταιθα συμφωνούνται
Fut
ur
θα συμφωνήσωθα συμφωνήσουμεθα συμφωνηθώθα συμφωνηθούμε
θα συμφωνήσειςθα συμφωνήσετεθα συμφωνηθείςθα συμφωνηθείτε
θα συμφωνήσειθα συμφωνήσουν(ε)θα συμφωνηθείθα συμφωνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμφωνήσει
θα έχω συμφωνημένο
θα έχουμε συμφωνήσει
θα έχουμε συμφωνημένο
θα έχω συμφωνηθεί
θα είμαι συμφωνημένος, -η
θα έχουμε συμφωνηθεί
θα είμαστε συμφωνημένοι, -ες
θα έχεις συμφωνήσει
θα έχεις συμφωνημένο
θα έχετε συμφωνήσει
θα έχετε συμφωνημένο
θα έχεις συμφωνηθεί
θα είσαι συμφωνημένος, -η
θα έχετε συμφωνηθεί
θα είστε συμφωνημένοι, -η
θα έχει συμφωνήσει
θα έχει συμφωνημένο
θα έχουν συμφωνήσει
θα έχουν συμφωνημένο
θα έχει συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένος, -η, -ο
θα έχουν συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμφωνώνα συμφωνούμενα συμφωνούμαινα συμφωνούμαστε
να συμφωνείςνα συμφωνείτενα συμφωνείσαινα συμφωνείστε
να συμφωνείνα συμφωνούν(ε)να συμφωνείταινα συμφωνούνται
Aoristνα συμφωνήσωνα συμφωνήσουμε, να συμφωνήσομενα συμφωνηθώνα συμφωνηθούμε
να συμφωνήσειςνα συμφωνήσετενα συμφωνηθείςνα συμφωνηθείτε
να συμφωνήσεινα συμφωνήσουν(ε)να συμφωνηθείνα συμφωνηθούν(ε)
Perfνα έχω συμφωνήσει
να έχω συμφωνημένο
να έχουμε συμφωνήσει
να έχουμε συμφωνημένο
να έχω συμφωνηθεί
να είμαι συμφωνημένος, -η
να έχουμε συμφωνηθεί
να είμαστε συμφωνημένοι, -ες
να έχεις συμφωνήσει
να έχεις συμφωνημένο
να έχετε συμφωνήσει
να έχετε συμφωνημένο
να έχεις συμφωνηθεί
να είσαι συμφωνημένος, -η
να έχετε συμφωνηθεί
να είστε συμφωνημένοι, -ες
να έχει συμφωνήσει
να έχει συμφωνημένο
να έχουν συμφωνήσει
να έχουν συμφωνημένο
να έχει συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένος, -η, -ο
να έχουν συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυμφωνείτεσυμφωνείστε
Aoristσυμφώνησεσυμφωνήστε, συμφωνήσετεσυμφωνήσουσυμφωνηθείτε
Part
izip
Presσυμφωνώντας
Perfέχοντας συμφωνήσει, έχοντας συμφωνημένοσυμφωνημένος, -η, -οσυμφωνημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυμφωνήσεισυμφωνηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback