überdecken
 Verb

καλύπτω Verb
(0)
υποκρύπτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie können nie genug Blumen pflanzen, um den Gestank zu überdecken.Όσα λουλούδια κι αν φυτέψεις τριγύρω, η δυσωδία δεν φεύγει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde die Jahre mit Makeup überdecken und ich werde an der richtigen Stelle stehen und darauf hoffen, den richtigen Text zu sprechen und wenn es vorbei ist, werden sie alle zu mir sagen: "Sie waren wundervoll, Mr. Templeton."Θα καλύψω τα χρόνια μου με μέϊκαπ και θα σταθώ στις κατάλληλες θέσεις, και ελπίζω να πω τις σωστές ατάκες, και όταν τελειώσει, όλοι θα μου πουν "ήσασταν θαυμάσιος, κ.Templeton."

Übersetzung nicht bestätigt

Dass der Mörder die wahre Todesursache überdecken wollte: Vampirismus.Ότι ο φονιάς επιχείρησε να καλύψει την πραγματική αιτία θανάτου... που είναι ο βαμπιρισμός.

Übersetzung nicht bestätigt

"Während die Sterne den Himmel glitzernd überdecken, in ihrer kristallenen Herrlichkeit.""Ενώ τ'αστέρια τρεμοπαίζουν και λάμπουν στον ουρανό..." "με κρυστάλλινη χαρά."

Übersetzung nicht bestätigt

Ihren tiefen Groll können Sie nicht mit Beteuerungen überdecken.Επειδή εξακολουθείτε σήμερα να μισείτε το επακόλουθο. Δυστυχώς, δε με πείθετε με τις διαμαρτυρίες σας.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
übertünchen
überdecken
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλύπτωκαλύπτουμε, καλύπτομεκαλύπτομαικαλυπτόμαστε
καλύπτειςκαλύπτετεκαλύπτεσαικαλύπτεστε, καλυπτόσαστε
καλύπτεικαλύπτουν(ε)καλύπτεταικαλύπτονται
Imper
fekt
κάλυπτακαλύπταμεκαλυπτόμουν(α)καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν
κάλυπτεςκαλύπτατεκαλυπτόσουν(α)καλυπτόσαστε
κάλυπτεκάλυπταν, καλύπταν(ε)καλυπτόταν(ε)καλύπτονταν
Aoristκάλυψακαλύψαμεκαλύφθηκα, καλύφτηκακαλυφθήκαμε, καλυφτήκαμε
κάλυψεςκαλύψατεκαλύφθηκες, καλύφτηκεςκαλυφθήκατε, καλυφτήκατε
κάλυψεκάλυψαν, καλύψαν(ε)καλύφθηκε, καλύφτηκεκαλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε), καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καλύψει
έχω καλυμμένο
έχουμε καλύψει
έχουμε καλυμμένο
έχω καλυφθεί
έχω καλυφτεί
είμαι καλυμμένος, -η
έχουμε καλυφθεί
έχουμε καλυφτεί
είμαστε καλυμμένοι, -ες
έχεις καλύψει
έχεις καλυμμένο
έχετε καλύψει
έχετε καλυμμένο
έχεις καλυφθεί
έχεις καλυφτεί
είσαι καλυμμένος, -η
έχετε καλυφθεί
έχετε καλυφτεί
είστε καλυμμένοι, -ες
έχει καλύψει
έχει καλυμμένο
έχουν καλύψει
έχουν καλυμμένο
έχει καλυφθεί
έχει καλυφτεί
είναι καλυμμένος, -η, -ο
έχουν καλυφθεί
έχουν καλυφτεί
είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καλύψει
είχα καλυμμένο
είχαμε καλύψει
είχαμε καλυμμένο
είχα καλυφθεί
είχα καλυφτεί
ήμουν καλυμμένος, -η
είχαμε καλυφθεί
είχαμε καλυφτεί
ήμαστε καλυμμένοι, -ες
είχες καλύψει
είχες καλυμμένο
είχατε καλύψει
είχατε καλυμμένο
είχες καλυφθεί
είχες καλυφτεί
ήσουν καλυμμένος, -η
είχατε καλυφθεί
είχατε καλυφτεί
ήσαστε καλυμμένοι, -ες
είχε καλύψει
είχε καλυμμένο
είχαν καλύψει
είχαν καλυμμένο
είχε καλυφθεί
είχε καλυφτεί
ήταν καλυμμένος, -η, -ο
είχαν καλυφθεί
είχαν καλυφτεί
ήταν καλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλύπτωθα καλύπτουμε, θα καλύπτομεθα καλύπτομαιθα καλυπτόμαστε
θα καλύπτειςθα καλύπτετεθα καλύπτεσαιθα καλύπτεστε, θα καλυπτόσαστε
θα καλύπτειθα καλύπτουν(ε)θα καλύπτεταιθα καλύπτονται
Fut
ur
θα καλύψωθα καλύψουμε, θα καλύψομεθα καλυφθώ, θα καλυφτώθα καλυφθούμε, θα καλυφτούμε
θα καλύψειςθα καλύψετεθα καλυφθείς, θα καλυφτείςθα καλυφθείτε, θα καλυφτείτε
θα καλύψειθα καλύψουν(ε)θα καλυφθεί, θα καλυφτείθα καλυφθούν(ε), θα καλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλύψει
θα έχω καλυμμένο
θα έχουμε καλύψει
θα έχουμε καλυμμένο
θα έχω καλυφθεί
θα έχω καλυφτεί
θα είμαι καλυμμένος, -η
θα έχουμε καλυφθεί
θα έχουμε καλυφτεί
θα είμαστε καλυμμένοι, -ες
θα έχεις καλύψει
θα έχεις καλυμμένο
θα έχετε καλύψει
θα έχετε καλυμμένο
θα έχεις καλυφθεί
θα έχεις καλυφτεί
θα είσαι καλυμμένος, -η
θα έχετε καλυφθεί
θα έχετε καλυφτεί
θα είστε καλυμμένοι, -ες
θα έχει καλύψει
θα έχει καλυμμένο
θα έχουν καλύψει
θα έχουν καλυμμένο
θα έχει καλυφθεί
θα έχει καλυφτεί
θα είναι καλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν καλυφθεί
θα έχουν καλυφτεί
θα είναι καλυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλύπτωνα καλύπτουμε, να καλύπτομενα καλύπτομαινα καλυπτόμαστε
να καλύπτειςνα καλύπτετενα καλύπτεσαινα καλύπτεστε, να καλυπτόσαστε
να καλύπτεινα καλύπτουν(ε)να καλύπτεταινα καλύπτονται
Aoristνα καλύψωνα καλύψουμε, να καλύψομενα καλυφθώ, να καλυφτώνα καλυφθούμε, να καλυφτούμε
να καλύψειςνα καλύψετενα καλυφθείς, να καλυφτείςνα καλυφθείτε, να καλυφτείτε
να καλύψεινα καλύψουν(ε)να καλυφθεί, να καλυφτείνα καλυφθούν(ε), να καλυφτούν(ε)
Perf να έχω καλύψει
να έχω καλυμμένο
να έχουμε καλύψει
να έχουμε καλυμμένο
να έχω καλυφθεί
να έχω καλυφτεί
να είμαι καλυμμένος, -η
να έχουμε καλυφθεί
να έχουμε καλυφτεί
να είμαστε καλυμμένοι, -ες
να έχεις καλύψει
να έχεις καλυμμένο
να έχετε καλύψει
να έχετε καλυμμένο
να έχεις καλυφθεί
να έχεις καλυφτεί
να είσαι καλυμμένος, -η
να έχετε καλυφθεί
να έχετε καλυφτεί
να είστε καλυμμένοι, -ες
να έχει καλύψει
να έχει καλυμμένο
να έχουν καλύψει
να έχουν καλυμμένο
να έχει καλυφθεί
να έχει καλυφτεί
να είναι καλυμμένος, -η, -ο
να έχουν καλυφθεί
να έχουν καλυφτεί
να είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάλυπτεκαλύπτετεκαλύπτεστε
Aoristκαλύψεκαλύψετε, καλύψτεκαλύψουκαλυφθείτε, καλυφτείτε
Part
izip
Presκαλύπτονταςκαλυπτόμενος
Perfέχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένοκαλυμμένος, -η, -οκαλυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλύψεικαλυφθεί, καλυπτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback