zuwandern
 Verb

μεταναστεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
3.1.5.11 Es muss sichergestellt werden, dass die Personen, die nach Europa zuwandern, eine gerechte Behandlung erfahren.3.1.5.11 Οι άνθρωποι που μεταναστεύουν στην Ευρώπη πρέπει να έχουν δίκαιη μεταχείριση.

Übersetzung bestätigt

4.1.5.11 Es muss sichergestellt werden, dass die Personen, die nach Europa zuwandern, eine gerechte Behandlung erfahren.4.1.5.11 Οι άνθρωποι που μεταναστεύουν στην Ευρώπη πρέπει να έχουν δίκαιη μεταχείριση.

Übersetzung bestätigt

Da in bestimmten Berufen zu viele Europäer abwandern und zu wenige Arbeitskräfte aus Drittstaaten zuwandern, sollte hier mit Politikmaßnahmen gegengesteuert werden.Δεδομένου ότι σε ορισμένα επαγγέλματα παρατηρείται μετανάστευση εξαιρετικά μεγάλου αριθμού Ευρωπαίων και είσοδος εξαιρετικά μικρού αριθμού μεταναστών από τρίτες χώρες, οι πολιτικές πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο.

Übersetzung bestätigt

Notwendigkeit einer Reform der Koordinierung der einzelstaatlichen Sozialversicherungssysteme für Personen, die zwischen den verschiedenen Mitgliedstaaten abbzw. zuwandern.στην ανάγκη εκσυγχρονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων για τα άτομα που μετακινούνται εντός της Ένωσης.

Übersetzung bestätigt

Wichtig ist, dass an unseren Außengrenzen ein hohes Maß an Sicherheit aufrechterhalten, aber gleichzeitig der Grenzübertritt für Personen erleichtert wird, die legal in die EU einreisen oder zuwandern.Είναι ανάγκη να διατηρήσουμε υψηλά επίπεδα ασφάλειας στα εξωτερικά μας σύνορα και συγχρόνως να απλουστεύσουμε τη διέλευση των συνόρων για όσους ταξιδεύουν ή μεταναστεύουν νόμιμα στην ΕΕ.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταναστεύωμεταναστεύουμε, μεταναστεύομε
μεταναστεύειςμεταναστεύετε
μεταναστεύειμεταναστεύουν(ε)
Imper
fekt
μετανάστευαμεταναστεύαμε
μετανάστευεςμεταναστεύατε
μετανάστευεμετανάστευαν, μεταναστεύαν(ε)
Aoristμετανάστευσα, μετανάστεψαμεταναστεύσαμε, μεταναστέψαμε
μετανάστευσες, μετανάστεψεςμεταναστεύσατε, μεταναστέψατε
μετανάστευσε, μετανάστεψεμετανάστευσαν, μεταναστεύσαν(ε)
μετανάστεψαν, μεταναστέψαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταναστεύσει
έχω μεταναστέψει
έχουμε μεταναστεύσει
έχουμε μεταναστέψει
έχεις μεταναστεύσει
έχεις μεταναστέψει
έχετε μεταναστεύσει
έχετε μεταναστέψει
έχει μεταναστεύσει
έχει μεταναστέψει
έχουν μεταναστεύσει
έχουν μεταναστέψει
Plu
per
fekt
είχα μεταναστεύσει
είχα μεταναστέψει
είχαμε μεταναστεύσει
είχαμε μεταναστέψει
είχες μεταναστεύσει
είχες μεταναστέψει
είχατε μεταναστεύσει
είχατε μεταναστέψει
είχε μεταναστεύσει
είχε μεταναστέψει
είχαν μεταναστεύσει
είχαν μεταναστέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταναστεύωθα μεταναστεύουμε, θα μεταναστεύομε
θα μεταναστεύειςθα μεταναστεύετε
θα μεταναστεύειθα μεταναστεύουν(ε)
Fut
ur
θα μεταναστεύσω, θα μεταναστέψωθα μεταναστεύσουμε, θα μεταναστεύσομε
θα μεταναστέψουμε, θα μεταναστέψομε
θα μεταναστεύσεις, θα μεταναστέψειςθα μεταναστεύσετε, θα μεταναστέψετε
θα μεταναστεύσει, θα μεταναστέψειθα μεταναστεύσουν(ε), θα μεταναστέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταναστεύσει
θα έχω μεταναστέψει
θα έχουμε μεταναστεύσει
θα έχουμε μεταναστέψει
θα έχεις μεταναστεύσει
θα έχεις μεταναστέψει
θα έχετε μεταναστεύσει
θα έχετε μεταναστέψει
θα έχει μεταναστεύσει
θα έχει μεταναστέψει
θα έχουν μεταναστεύσει
θα έχουν μεταναστέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταναστεύωνα μεταναστεύουμε, να μεταναστεύομε
να μεταναστεύειςνα μεταναστεύετε
να μεταναστεύεινα μεταναστεύουν(ε)
Aoristνα μεταναστεύσω, να μεταναστέψωνα μεταναστεύσουμε, να μεταναστεύσομε
να μεταναστέψουμε, να μεταναστέψομε
να μεταναστεύσεις, να μεταναστέψειςνα μεταναστεύσετε, να μεταναστέψετε
να μεταναστεύσει, να μεταναστέψεινα μεταναστεύσουν(ε), να μεταναστέψουν(ε)
Perfνα έχω μεταναστεύσει
να έχω μεταναστέψει
να έχουμε μεταναστεύσει
να έχουμε μεταναστέψει
να έχεις μεταναστεύσει
να έχεις μεταναστέψει
να έχετε μεταναστεύσει
να έχετε μεταναστέψει
να έχει μεταναστεύσει
να έχει μεταναστέψει
να έχουν μεταναστεύσει
να έχουν μεταναστέψει
Imper
ativ
Presμετανάστευεμεταναστεύετε
Aoristμετανάστευσε, μετανάστεψεμεταναστεύστε, μεταναστεύσετε
μεταναστέψτε, μεταναστέψετε
Part
izip
Presμεταναστεύοντας
Perfέχοντας μεταναστεύσει, έχοντας μεταναστέψει
InfinAoristμεταναστεύσει, μεταναστέψει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback