συμπίπτω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wir werden unweigerlich zusammentreffen. | Θα βλεπόμαστε μεταξύ μας. Πώς θα γίνει; Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn wir in St. Alexis mit dem Widerstand zusammentreffen, können wir von ihnen versorgt werden. | Αλλά αν συναντηθούμε με την Αντίσταση στον ΄Αγιο Αλέξιο, θα μας εφοδιάσουν αυτοί. Übersetzung nicht bestätigt |
Denn hier, wo mystische Linien zusammentreffen, finden wir das Tor, das die Lebenden von den Toten trennt. | Μόνο για το ότι μπορεί να ξαναζήσεις για εδώ που μυστικές γραμμές ενώνονται Θα βρούμε την πόρτα που διαχωρίζει τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Übersetzung nicht bestätigt |
Schließlich werden Sie mit den Bewohnern der Erde zusammentreffen. | Τελικά θα αναμιχτείτε με το τοπικό πληθυσμό. Übersetzung nicht bestätigt |
Um unsere Welt zu retten, mußt du den Splitter finden ehe die drei Sonnen zusammentreffen. | Για να σώσεις τον κόσμο μας, Γκέλφλινγκ... πρέπει να βρεις το Θραύσμα... πριν συναντηθούν οι τρεις ήλιοι. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμπίπτω, pefto">πέφτω | συμπίπτουμε, συμπίπτομε |
συμπίπτεις | συμπίπτετε | ||
συμπίπτει | συμπίπτουν(ε) | ||
Imper fekt | συνέπιπτα | συμπίπταμε | |
συνέπιπτες | συμπίπτατε | ||
συνέπιπτε | συνέπιπταν, συμπίπταν(ε) | ||
Aorist | συνέπεσα | συμπέσαμε | |
συνέπεσες | συμπέσατε | ||
συνέπεσε | συνέπεσαν, συμπέσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συμπέσει | έχουμε συμπέσει | |
έχεις συμπέσει | έχετε συμπέσει | ||
έχει συμπέσει | έχουν συμπέσει | ||
Plu per fekt | είχα συμπέσει | είχαμε συμπέσει | |
είχες συμπέσει | είχατε συμπέσει | ||
είχε συμπέσει | είχαν συμπέσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμπίπτω | θα συμπίπτουμε, | |
θα συμπίπτεις | θα συμπίπτετε | ||
θα συμπίπτει | θα συμπίπτουν(ε) | ||
Fut ur | θα συμπέσω | θα συμπέσουμε, | |
θα συμπέσεις | θα συμπέσετε | ||
θα συμπέσει | θα συμπέσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συμπέσει | θα έχουμε συμπέσει | |
θα έχεις συμπέσει | θα έχετε συμπέσει | ||
θα έχει συμπέσει | θα έχουν συμπέσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμπίπτω | να συμπίπτουμε, να συμπίπτομε |
να συμπίπτεις | να συμπίπτετε | ||
να συμπίπτει | να συμπίπτουν(ε) | ||
Aorist | να συμπέσω | να συμπέσουμε, να συμπέσομε | |
να συμπέσεις | να συμπέσετε | ||
να συμπέσει | να συμπέσουν(ε) | ||
Perf | να έχω συμπέσει | να έχουμε συμπέσει | |
να έχεις συμπέσει | να έχετε συμπέσει | ||
να έχει συμπέσει | να έχουν συμπέσει | ||
Imper ativ | Pres | συμπίπτετε | |
Aorist | (έκπεσε) | συμπέστε | |
Part izip | Pres | συμπίπτοντας | |
Perf | έχοντας συμπέσει | ||
Infin | Aorist | συμπέσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.