zerschmettern
 Verb

συντρίβω Verb
(0)
κατασυντρίβω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die Gottlosen aber wird der Tod zerschmettern ! ""Αλλά ο θάνατος θα επιπέσει στους αμαρτωλούς!"

Übersetzung nicht bestätigt

-Er könnte abstürzen, uns zerschmettern.Μπορει να μας κανει κομματια.

Übersetzung nicht bestätigt

Ein Mörder, der stark genug ist, Major Harkers Rückgrat zu brechen. Warum lebt er seine Rage aus, indem er Tassen und Teller kaputt macht, wo er doch genauso leicht einen Stuhl oder Tisch zerschmettern könnte?Γιατί ένας δολοφόνος, που είναι δυνατός να σπάσει τη μέση κάποιου, ξεσπάει την οργή του διαλύοντας κομψά φλιτζάνια και πιατάκια, όταν θα μπορούσε εύκολα να σπάσει μια μεγάλη καρέκλα ή ένα τραπέζι;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir zerschmettern sie. An die Kanonen!Θα τους κοψουμε κομματακια.

Übersetzung nicht bestätigt

Es beliebt mir, dieses Glas zu zerschmettern! Hier ist noch eins.Κάνω το κέφι μου και σπάω αυτό!

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
zerschmettern
kaputtschlagen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συντρίβωσυντρίβουμε, συντρίβομεσυντρίβομαισυντριβόμαστε
συντρίβειςσυντρίβετεσυντρίβεσαισυντρίβεστε, συντριβόσαστε
συντρίβεισυντρίβουν(ε)συντρίβεταισυντρίβονται
Imper
fekt
συνέτριβασυντρίβαμεσυντριβόμουν(α)συντριβόμαστε, συντριβόμασταν
συνέτριβεςσυντρίβατεσυντριβόσουν(α)συντριβόσαστε, συντριβόσασταν
συνέτριβεσυνέτριβαν, συντρίβαν(ε)συντριβόταν(ε), συντρίβοντανσυντρίβονταν, συντριβόντανε, συντριβόντουσαν
Aoristσυνέτριψασυντρίψαμεσυντρίφτηκασυντριφτήκαμε
συνέτριψεςσυντρίψατεσυντρίφτηκεςσυντριφτήκατε
συνέτριψεσυνέτριψαν, συντρίψαν(ε)συντρίφτηκε, συνετρίβησυντρίφτηκαν, συντριφτήκαν(ε), συνετρίβησαν
Per
fekt
έχω συντρίψειέχουμε συντρίψειέχω συντριφτεί
έχω συντριβεί
έχουμε συντριφτεί
έχουμε συντριβεί
έχεις συντρίψειέχετε συντρίψειέχεις συντριφτεί
έχεις συντριβεί
έχετε συντριφτεί
έχετε συντριβεί
έχει συντρίψειέχουν συντρίψειέχει συντριφτεί
έχει συντριβεί
έχουν συντριφτεί
έχουν συντριβεί
Plu
per
fekt
είχα συντρίψειείχαμε συντρίψειείχα συντριφτεί
είχα συντριβεί
είχαμε συντριφτεί
είχαμε συντριβεί
είχες συντρίψειείχατε συντρίψειείχες συντριφτεί
είχες συντριβεί
είχατε συντριφτεί
είχατε συντριβεί
είχε συντρίψειείχαν συντρίψειείχε συντριφτεί
είχε συντριβεί
είχαν συντριφτεί
είχαν συντριβεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συντρίβωθα συντρίβουμε, θα συντρίβομεθα συντρίβομαιθα συντριβόμαστε
θα συντρίβειςθα συντρίβετεθα συντρίβεσαιθα συντρίβεστε, θα συντριβόσαστε
θα συντρίβειθα συντρίβουν(ε)θα συντρίβεταιθα συντρίβονται
Fut
ur
θα συντρίψωθα συντρίψουμε, θα συντρίψομεθα συντριφτώ, θα συντριβώθα συντριφτούμε, θα συντριβούμε
θα συντρίψειςθα συντρίψετεθα συντριφτείς, θα συντριβείςθα συντριφτείτε, θα συντριβείτε
θα συντρίψειθα συντρίψουν(ε)θα συντριφτεί, θα συντριβείθα συντριφτούν(ε), θα συντριβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συντρίψειθα έχουμε συντρίψειθα έχω συντριφτεί
θα έχω συντριβεί
θα έχουμε συντριφτεί
θα έχουμε συντριβεί
θα έχεις συντρίψειθα έχετε συντρίψειθα έχεις συντριφτεί
θα έχεις συντριβεί
θα έχετε συντριφτεί
θα έχετε συντριβεί
θα έχει συντρίψειθα έχουν συντρίψειθα έχει συντριφτεί
θα έχει συντριβεί
θα έχουν συντριφτεί
θα έχουν συντριβεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συντρίβωνα συντρίβουμε, να συντρίβομενα συντρίβομαινα συντριβόμαστε
να συντρίβειςνα συντρίβετενα συντρίβεσαινα συντρίβεστε, να συντριβόσαστε
να συντρίβεινα συντρίβουν(ε)να συντρίβεταινα συντρίβονται
Aoristνα συντρίψωνα συντρίψουμε, να συντρίψομενα συντριφτώ, να συντριβώνα συντριφτούμε, να συντριβούμε
να συντρίψειςνα συντρίψετενα συντριφτείς, να συντριβείςνα συντριφτείτε, να συντριβείτε
να συντρίψεινα συντρίψουν(ε)να συντριφτεί, να συντριβείνα συντριφτούν(ε), να συντριβούν(ε)
Perfνα έχω συντρίψεινα έχουμε συντρίψεινα έχω συντριφτεί
να έχω συντριβεί
να έχουμε συντριφτεί
να έχουμε συντριβεί
να έχεις συντρίψεινα έχετε συντρίψεινα έχεις συντριφτεί
να έχεις συντριβεί
να έχετε συντριφτεί
να έχετε συντριβεί
να έχει συντρίψεινα έχουν συντρίψεινα έχει συντριφτεί
να έχει συντριβεί
να έχουν συντριφτεί
να έχουν συντριβεί
Imper
ativ
Presσυντρίβεσυντρίβετεσυντρίβεστε
Aoristσύντριψεσυντρίψτε, συντρίφτεσυντρίψουσυντριφτείτε, συντριβείτε
Part
izip
Presσυντρίβονταςσυντριβόμενος
Perfέχοντας συντρίψεισυντετριμμένος, -η, -οσυντετριμμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυντρίψεισυντριφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback