Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wir müssen das Schwert wiedererlangen. | Πολύ κρίμα. Είναι ζήτημα τιμής για εμάς να μας επιστραφεί. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn Sie Ihre Freiheit wiedererlangen, was werden Sie dann tun? | Αν ανακτούσες την ελευθερία, τι θα έκανες; Übersetzung nicht bestätigt |
Es soll keine Sieger und Besiegte geben, sondern nur Männer die ihre Würde wiedererlangen, welche ihnen nur die Arbeit geben kann. | Δεν υπάρχουν νικητές ή ηττημένοι μόνο άνδρες που έχουν το δικαίωμα της εργασίας. Übersetzung nicht bestätigt |
Commander Riker und ich wollen die Kontrolle wiedererlangen. | Ο Ύπ. Ράικερ και εγώ θα προσπαθήσουμε να ανακτήσουμε τον έλεγχο του σκάφους. Übersetzung nicht bestätigt |
Es kann sein, dass er noch eine Weile lebt,... ..aber er wird das Bewusstsein nicht wiedererlangen. | Δεν ξέρουμε πόσο θ' αντέξει, αλλά δεν πρόκειται να επανέλθει. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
wiedererlangen |
wieder finden |
zurückgewinnen |
wiedergewinnen |
rekuperieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erlange wieder | ||
du | erlangst wieder | |||
er, sie, es | erlangt wieder | |||
Präteritum | ich | erlangte wieder | ||
Konjunktiv II | ich | erlangte wieder | ||
Imperativ | Singular | erlang wieder! erlange wieder! | ||
Plural | erlangt wieder! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
wiedererlangt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wiedererlangen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακτώ | ανακτούμε | ανακτώμαι | ανακτόμαστε, ανακτώμεθα |
ανακτάς | ανακτάτε | ανακτάσαι | ανακτάστε, ανακτάσθε | ||
ανακτά | ανακτούν(ε) | ανακτάται | ανακτώνται | ||
Imper fekt | ανακτούσα | ανακτούσαμε | |||
ανακτούσες | ανακτούσατε | ||||
ανακτούσε | ανακτούσαν(ε) | ανακτάτο | ανακτώντο | ||
Aorist | ανέκτησα | ανακτήσαμε | ανακτήθηκα | ανακτηθήκαμε | |
ανέκτησες | ανακτήσατε | ανακτήθηκες | ανακτηθήκατε | ||
ανέκτησε | ανέκτησαν, ανακτήσανε | ανακτήθηκε | ανακτήθηκαν, ανακτηθήκανε | ||
Perf ekt | έχω ανακτήσει | έχουμε ανακτήσει | έχω ανακτηθεί | έχουμε ανακτηθεί | |
έχεις ανακτήσει | έχετε ανακτήσει | έχεις ανακτηθεί | έχετε ανακτηθεί | ||
έχει ανακτήσει | έχουν ανακτήσει | έχει ανακτηθεί | έχουν ανακτηθεί | ||
Plu perf ekt | είχα ανακτήσει | είχαμε ανακτήσει | είχα ανακτηθεί | είχαμε ανακτηθεί | |
είχες ανακτήσει | είχατε ανακτήσει | είχες ανακτηθεί | είχατε ανακτηθεί | ||
είχε ανακτήσει | είχαν ανακτήσει | είχε ανακτηθεί | είχαν ανακτηθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακτώ | θα ανακτούμε | θα ανακτώμαι | θα ανακτόμαστε, θα ανακτώμεθα | |
θα ανακτάς | θα ανακτάτε | θα ανακτάσαι | θα ανακτάστε, θα ανακτάσθε | ||
θα ανακτά | θα ανακτούν(ε) | θα ανακτάται | θα ανακτώνται | ||
Fut ur | θα ανακτήσω | θα ανακτήσουμε, θα ανακτήσομε | θα ανακτηθώ | θα ανακτηθούμε | |
θα ανακτήσεις | θα ανακτήσετε | θα ανακτηθείς | θα ανακτηθείτε | ||
θα ανακτήσει | θα ανακτήσουν(ε) | θα ανακτηθεί | θα ανακτηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακτήσει | θα έχουμε ανακτήσει | θα έχω ανακτηθεί | θα έχουμε ανακτηθεί | |
θα έχεις ανακτήσει | θα έχετε ανακτήσει | θα έχεις ανακτηθεί | θα έχετε ανακτηθεί | ||
θα έχει ανακτήσει | θα έχουν ανακτήσει | θα έχει ανακτηθεί | θα έχουν ανακτηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακτώ | να ανακτούμε | να ανακτώμαι | να ανακτόμαστε, να ανακτώμεθα |
να ανακτάς | να ανακτάτε | να ανακτάσαι | να ανακτάστε, να ανακτάσθε | ||
να ανακτά | να ανακτούν(ε) | να ανακτάται | να ανακτώνται | ||
Aorist | να ανακτήσω | να ανακτήσουμε, να ανακτήσομε | να ανακτηθώ | να ανακτηθούμε | |
να ανακτήσεις | να ανακτήσετε | να ανακτηθείς | να ανακτηθείτε | ||
να ανακτήσει | να ανακτήσουν(ε) | να ανακτηθεί | να ανακτηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακτήσει | να έχουμε ανακτήσει | να έχω ανακτηθεί | να έχουμε ανακτηθεί | |
να έχεις ανακτήσει | να έχετε ανακτήσει | να έχεις ανακτηθεί | να έχετε ανακτηθεί | ||
να έχει ανακτήσει | να έχουν ανακτήσει | να έχει ανακτηθεί | να έχουν ανακτηθεί | ||
Imper ativ | Pres | ανακτάτε | ανακτάστε, ανακτάσθε | ||
Aorist | ανάκτησε | ανακτήστε, ανακτήσετε | ανακτήσου | ανακτηθείτε | |
Part izip | Pres | ανακτώντας | ανακτώμενος | ||
Perf | έχοντας ανακτήσει | ανακτημένος, -η, -ο | ανακτημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακτήσει | ανακτηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.