ανακτώ Verb  [anakto, anaktw]

  Verb
(0)

Etymologie zu ανακτώ

ανακτώ altgriechisch ἀνακτῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ανακτώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακτώανακτούμεανακτώμαιανακτόμαστε, ανακτώμεθα
ανακτάςανακτάτεανακτάσαιανακτάστε, ανακτάσθε
ανακτάανακτούν(ε)ανακτάταιανακτώνται
Imper
fekt
ανακτούσαανακτούσαμε
ανακτούσεςανακτούσατε
ανακτούσεανακτούσαν(ε)ανακτάτοανακτώντο
Aoristανέκτησαανακτήσαμεανακτήθηκαανακτηθήκαμε
ανέκτησεςανακτήσατεανακτήθηκεςανακτηθήκατε
ανέκτησεανέκτησαν, ανακτήσανεανακτήθηκεανακτήθηκαν, ανακτηθήκανε
Perf
ekt
έχω ανακτήσειέχουμε ανακτήσειέχω ανακτηθείέχουμε ανακτηθεί
έχεις ανακτήσειέχετε ανακτήσειέχεις ανακτηθείέχετε ανακτηθεί
έχει ανακτήσειέχουν ανακτήσειέχει ανακτηθείέχουν ανακτηθεί
Plu
perf
ekt
είχα ανακτήσειείχαμε ανακτήσειείχα ανακτηθείείχαμε ανακτηθεί
είχες ανακτήσειείχατε ανακτήσειείχες ανακτηθείείχατε ανακτηθεί
είχε ανακτήσειείχαν ανακτήσειείχε ανακτηθείείχαν ανακτηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακτώθα ανακτούμεθα ανακτώμαιθα ανακτόμαστε, θα ανακτώμεθα
θα ανακτάςθα ανακτάτεθα ανακτάσαιθα ανακτάστε, θα ανακτάσθε
θα ανακτάθα ανακτούν(ε)θα ανακτάταιθα ανακτώνται
Fut
ur
θα ανακτήσωθα ανακτήσουμε, θα ανακτήσομεθα ανακτηθώθα ανακτηθούμε
θα ανακτήσειςθα ανακτήσετεθα ανακτηθείςθα ανακτηθείτε
θα ανακτήσειθα ανακτήσουν(ε)θα ανακτηθείθα ανακτηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακτήσειθα έχουμε ανακτήσειθα έχω ανακτηθείθα έχουμε ανακτηθεί
θα έχεις ανακτήσειθα έχετε ανακτήσειθα έχεις ανακτηθείθα έχετε ανακτηθεί
θα έχει ανακτήσειθα έχουν ανακτήσειθα έχει ανακτηθείθα έχουν ανακτηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακτώνα ανακτούμενα ανακτώμαινα ανακτόμαστε, να ανακτώμεθα
να ανακτάςνα ανακτάτενα ανακτάσαινα ανακτάστε, να ανακτάσθε
να ανακτάνα ανακτούν(ε)να ανακτάταινα ανακτώνται
Aoristνα ανακτήσωνα ανακτήσουμε, να ανακτήσομενα ανακτηθώνα ανακτηθούμε
να ανακτήσειςνα ανακτήσετενα ανακτηθείςνα ανακτηθείτε
να ανακτήσεινα ανακτήσουν(ε)να ανακτηθείνα ανακτηθούν(ε)
Perfνα έχω ανακτήσεινα έχουμε ανακτήσεινα έχω ανακτηθείνα έχουμε ανακτηθεί
να έχεις ανακτήσεινα έχετε ανακτήσεινα έχεις ανακτηθείνα έχετε ανακτηθεί
να έχει ανακτήσεινα έχουν ανακτήσεινα έχει ανακτηθείνα έχουν ανακτηθεί
Imper
ativ
Presανακτάτεανακτάστε, ανακτάσθε
Aoristανάκτησεανακτήστε, ανακτήσετεανακτήσουανακτηθείτε
Part
izip
Presανακτώνταςανακτώμενος
Perfέχοντας ανακτήσειανακτημένος, -η, -οανακτημένοι, -ες, -α
InfinAoristανακτήσειανακτηθεί





Griechische Definition zu ανακτώ

ανακτώ [anaktó] ενεργ. αόρ. ανέκτησα, απαρέμφ. ανακτήσει : 1α.αποκτώ ξανά κτ. που έχω χάσει, που μου έχει αφαιρεθεί συνήθ. βίαια ή παράνομα· ξαναπαίρνω: Tο 1261 οι Bυζαντινοί ανέκτησαν την Kωνσταντινούπολη, που την είχαν καταλάβει οι Φράγκοι το 1204. Ο στρατός κατόρθωσε να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του. Aνέκτησε τα δικαιώματά του στο θρόνο. β. για ικανότητα, πλεονέκτημα κτλ. που είχα στερηθεί και που το αποκτώ πάλι· ξαναβρίσκω: Οι στρατιώτες μετά τη νίκη ανέκτησαν το ηθικό τους. Πρέπει να ανακτήσουμε το χαμένο κύρος μας. Ο ασθενής δεν μπόρεσε να ανακτήσει τις αισθήσεις του / τις δυνάμεις του. Πρέπει να δουλέψουμε εντατικά, για να ανακτήσουμε το χρόνο που χάσαμε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback