wackeln
 Verb

κινδυνεύω Verb
(0)
σείομαι 
(0)
κουνιέμαι 
(0)
DeutschGriechisch
Bitte, nicht wackeln.Μείνετε ακίνητοι, παρακαλώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Im Moment der Gefahr kriegen sie große Augen, und ihre Knie fangen an zu wackeln. Ihre Hände zittern wie im Fieber.Την στιγμή της κρίσης, πρήζονται τα μάτια τους, λυγίζουν τα γόνατά τους και τρέμουν τα χέρια, σαν να είχαν πυρετό.

Übersetzung nicht bestätigt

Keine Sorge, es wird nicht wackeln.Δεν θα έχεις κραδασμούς.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie wackeln mit den Hüften, Petra.Αλήθεια;

Übersetzung nicht bestätigt

Freunde, wackeln eure Dritten?Φίλοι μου, έχετε άσχημη οδοντοστοιχία;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
geigeln
wackeln
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κινδυνεύωκινδυνεύουμε, κινδυνεύομε
κινδυνεύειςκινδυνεύετε
κινδυνεύεικινδυνεύουν(ε)
Imper
fekt
κινδύνευακινδυνεύαμε
κινδύνευεςκινδυνεύατε
κινδύνευεκινδύνευαν, κινδυνεύαν(ε)
Aoristκινδύνεψακινδυνέψαμε
κινδύνεψεςκινδυνέψατε
κινδύνεψεκινδύνεψαν, κινδυνέψαν(ε)
Per
fekt
έχω κινδυνέψειέχουμε κινδυνέψει
έχεις κινδυνέψειέχετε κινδυνέψει
έχει κινδυνέψειέχουν κινδυνέψει
Plu
per
fekt
είχα κινδυνέψειείχαμε κινδυνέψει
είχες κινδυνέψειείχατε κινδυνέψει
είχε κινδυνέψειείχαν κινδυνέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κινδυνεύωθα κινδυνεύουμε, θα κινδυνεύομε
θα κινδυνεύειςθα κινδυνεύετε
θα κινδυνεύειθα κινδυνεύουν(ε)
Fut
ur
θα κινδυνέψωθα κινδυνέψουμε, θα κινδυνέψομε
θα κινδυνέψειςθα κινδυνέψετε
θα κινδυνέψειθα κινδυνέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κινδυνέψειθα έχουμε κινδυνέψει
θα έχεις κινδυνέψειθα έχετε κινδυνέψει
θα έχει κινδυνέψειθα έχουν κινδυνέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κινδυνεύωνα κινδυνεύουμε, να κινδυνεύομε
να κινδυνεύειςνα κινδυνεύετε
να κινδυνεύεινα κινδυνεύουν(ε)
Aoristνα κινδυνέψωνα κινδυνέψουμε, να κινδυνέψομε
να κινδυνέψειςνα κινδυνέψετε
να κινδυνέψεινα κινδυνέψουν(ε)
Perfνα έχω κινδυνέψεινα έχουμε κινδυνέψει
να έχεις κινδυνέψεινα έχετε κινδυνέψει
να έχει κινδυνέψεινα έχουν κινδυνέψει
Imper
ativ
Presκινδύνευεκινδυνεύετε
Aoristκινδύνεψεκινδυνέψτε, κινδυνεύτε
Part
izip
Presκινδυνεύοντας
Perfέχοντας κινδυνέψει
InfinAoristκινδυνέψει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback