vollenden
 Verb

ολοκληρώνω Verb
(2)
DeutschGriechisch
Nun sieht es so aus, als könnte ich das Werk meines Vaters vollenden.Θα ΄ναι σαν να ολοκληρώνω το έργο του πατέρα μου...

Übersetzung nicht bestätigt

Eines Tages war ich gerade dabei, ein stolzes Prachtexemplar zu vollenden... als plötzlich...Μια μέρα, ολοκληρώνω ένα μεγάλο, θριαμβευτικό πουλί. Και ξαφνικά...

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ολοκληρώνωολοκληρώνουμε, ολοκληρώνομεολοκληρώνομαιολοκληρωνόμαστε
ολοκληρώνειςολοκληρώνετεολοκληρώνεσαιολοκληρώνεστε, ολοκληρωνόσαστε
ολοκληρώνειολοκληρώνουν(ε)ολοκληρώνεταιολοκληρώνονται
Imper
fekt
ολοκλήρωναολοκληρώναμεολοκληρωνόμουν(α)ολοκληρωνόμαστε, ολοκληρωνόμασταν
ολοκλήρωνεςολοκληρώνατεολοκληρωνόσουν(α)ολοκληρωνόσαστε, ολοκληρωνόσασταν
ολοκλήρωνεολοκλήρωναν, ολοκληρώναν(ε)ολοκληρωνόταν(ε)ολοκληρώνονταν, ολοκληρωνόντανε, ολοκληρωνόντουσαν
Aoristολοκλήρωσαολοκληρώσαμεολοκληρώθηκαολοκληρωθήκαμε
ολοκλήρωσεςολοκληρώσατεολοκληρώθηκεςολοκληρωθήκατε
ολοκλήρωσεολοκλήρωσαν, ολοκληρώσαν(ε)ολοκληρώθηκεολοκληρώθηκαν, ολοκληρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ολοκληρώσει
έχω ολοκληρωμένο
έχουμε ολοκληρώσει
έχουμε ολοκληρωμένο
έχω ολοκληρωθεί
είμαι ολοκληρωμένος, -η
έχουμε ολοκληρωθεί
είμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
έχεις ολοκληρώσει
έχεις ολοκληρωμένο
έχετε ολοκληρώσει
έχετε ολοκληρωμένο
έχεις ολοκληρωθεί
είσαι ολοκληρωμένος, -η
έχετε ολοκληρωθεί
είστε ολοκληρωμένοι, -ες
έχει ολοκληρώσει
έχει ολοκληρωμένο
έχουν ολοκληρώσει
έχουν ολοκληρωμένο
έχει ολοκληρωθεί
είναι ολοκληρωμένος, -η, -ο
έχουν ολοκληρωθεί
είναι ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ολοκληρώσει
είχα ολοκληρωμένο
είχαμε ολοκληρώσει
είχαμε ολοκληρωμένο
είχα ολοκληρωθεί
ήμουν ολοκληρωμένος, -η
είχαμε ολοκληρωθεί
ήμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
είχες ολοκληρώσει
είχες ολοκληρωμένο
είχατε ολοκληρώσει
είχατε ολοκληρωμένο
είχες ολοκληρωθεί
ήσουν ολοκληρωμένος, -η
είχατε ολοκληρωθεί
ήσαστε ολοκληρωμένοι, -ες
είχε ολοκληρώσει
είχε ολοκληρωμένο
είχαν ολοκληρώσει
είχαν ολοκληρωμένο
είχε ολοκληρωθεί
ήταν ολοκληρωμένος, -η, -ο
είχαν ολοκληρωθεί
ήταν ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ολοκληρώνωθα ολοκληρώνουμε, θα ολοκληρώνομεθα ολοκληρώνομαιθα ολοκληρωνόμαστε
θα ολοκληρώνειςθα ολοκληρώνετεθα ολοκληρώνεσαιθα ολοκληρώνεστε, θα ολοκληρωνόσαστε
θα ολοκληρώνειθα ολοκληρώνουν(ε)θα ολοκληρώνεταιθα ολοκληρώνονται
Fut
ur
θα ολοκληρώσωθα ολοκληρώσουμε, θα ολοκληρώσομεθα ολοκληρωθώθα ολοκληρωθούμε
θα ολοκληρώσειςθα ολοκληρώσετεθα ολοκληρωθείςθα ολοκληρωθείτε
θα ολοκληρώσειθα ολοκληρώσουνθα ολοκληρωθείθα ολοκληρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ολοκληρώσει
θα έχω ολοκληρωμένο
θα έχουμε ολοκληρώσει
θα έχουμε ολοκληρωμένο
θα έχω ολοκληρωθεί
θα είμαι ολοκληρωμένος, -η
θα έχουμε ολοκληρωθεί
θα είμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
θα έχεις ολοκληρώσει
θα έχεις ολοκληρωμένο
θα έχετε ολοκληρώσει
θα έχετε ολοκληρωμένο
θα έχεις ολοκληρωθεί
θα είσαι ολοκληρωμένος, -η
θα έχετε ολοκληρωθεί
θα είστε ολοκληρωμένοι, -ες
θα έχει ολοκληρώσει
θα έχει ολοκληρωμένο
θα έχουν ολοκληρώσει
θα έχουν ολοκληρωμένο
θα έχει ολοκληρωθεί
θα είναι ολοκληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν ολοκληρωθεί
θα είναι ολοκληρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ολοκληρώνωνα ολοκληρώνουμε, να ολοκληρώνομενα ολοκληρώνομαινα ολοκληρωνόμαστε
να ολοκληρώνειςνα ολοκληρώνετενα ολοκληρώνεσαινα ολοκληρώνεστε, να ολοκληρωνόσαστε
να ολοκληρώνεινα ολοκληρώνουν(ε)να ολοκληρώνεταινα ολοκληρώνονται
Aoristνα ολοκληρώσωνα ολοκληρώσουμε, να ολοκληρώσομενα ολοκληρωθώνα ολοκληρωθούμε
να ολοκληρώσειςνα ολοκληρώσετενα ολοκληρωθείςνα ολοκληρωθείτε
να ολοκληρώσεινα ολοκληρώσουν(ε)να ολοκληρωθείνα ολοκληρωθούν(ε)
Perfνα έχω ολοκληρώσει
να έχω ολοκληρωμένο
να έχουμε ολοκληρώσει
να έχουμε ολοκληρωμένο
να έχω ολοκληρωθεί
να είμαι ολοκληρωμένος, -η
να έχουμε ολοκληρωθεί
να είμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
να έχεις ολοκληρώσει
να έχεις ολοκληρωμένο
να έχετε ολοκληρώσει
να έχετε ολοκληρωμένο
να έχεις ολοκληρωθεί
να είσαι ολοκληρωμένος, -η
να έχετε ολοκληρωθεί
να είστε ολοκληρωμένοι, -ες
να έχει ολοκληρώσει
να έχει ολοκληρωμένο
να έχουν ολοκληρώσει
να έχουν ολοκληρωμένο
να έχει ολοκληρωθεί
να είναι ολοκληρωμένος, -η, -ο
να έχουν ολοκληρωθεί
να είναι ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presολοκλήρωνεολοκληρώνετεολοκληρώνεστε
Aoristολοκλήρωσεολοκληρώστε, ολοκληρώσετεολοκληρώσουολοκληρωθείτε
Part
izip
Presολοκληρώνοντας
Perfέχοντας ολοκληρώσει, έχοντας ολοκληρωμένοολοκληρωμένος, -η, -οολοκληρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristολοκληρώσειολοκληρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback