verschmähen
 Verb

περιφρονώ Verb
(0)
απαξιώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das klingt interessant, Inspektor, ich hab den Eindruck, unsere, ich mein, unsere Gesellschaft bereitet Ihnen... so viel Freude, dass Sie auch ein Glas Wein nicht verschmähen.Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, Επιθεωρητά... αλλά μιας και επιμένετε να μας κρατάτε συντροφιά... ίσως θα θέλατε ένα ποτήρι κρασί, μαζί με το τσιγάρο σας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde euer Essen nicht verschmähen.Δε θα ξοδέψω το φαγητό σας..

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte mich auch nicht binden, aber auch nicht Frauen verschmähen.Λοιπόν, κι εγώ, επίσης, δε θέλω να παντρευτώ. Από την άλλη πλευρά, δεν θέλω να κόψω τις γυναίκες.

Übersetzung nicht bestätigt

Er wird zu ihr gehören, bis zu dem Tag, an dem die Welt gebildet genug ist, davon zu profitieren und weise genug, ihn nicht zu verschmähen." (Jules Verne)Θά 'ναι δικό σας όταν μάθετε να κάνετε χρήση κι όχι κατάχρηση. " Ιουλίου Βέρν Ο ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Übersetzung nicht bestätigt

Ich würde sie nicht verschmähen.Εγώ, δεν θα την απόρριπτα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιφρονώπεριφρονούμεπεριφρονούμαιπεριφρονούμαστε
περιφρονείςπεριφρονείτεπεριφρονείσαιπεριφρονείστε
περιφρονείπεριφρονούν(ε)περιφρονείταιπεριφρονούνται
Imper
fekt
περιφρονούσαπεριφρονούσαμεπεριφρονούμουνπεριφρονούμαστε
περιφρονούσεςπεριφρονούσατε
περιφρονούσεπεριφρονούσαν(ε)περιφρονούνταν, περιφρονείτοπεριφρονούνταν, περιφρονούντο
Aoristπεριφρόνησαπεριφρονήσαμεπεριφρονήθηκαπεριφρονηθήκαμε
περιφρόνησεςπεριφρονήσατεπεριφρονήθηκεςπεριφρονηθήκατε
περιφρόνησεπεριφρόνησαν, περιφρονήσαν(ε)περιφρονήθηκεπεριφρονήθηκαν, περιφρονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περιφρονήσει
έχω περιφρονημένο
έχουμε περιφρονήσει
έχουμε περιφρονημένο
έχω περιφρονηθεί
είμαι περιφρονημένος, -η
έχουμε περιφρονηθεί
είμαστε περιφρονημένοι, -ες
έχεις περιφρονήσει
έχεις περιφρονημένο
έχετε περιφρονήσει
έχετε περιφρονημένο
έχεις περιφρονηθεί
είσαι περιφρονημένος, -η
έχετε περιφρονηθεί
είστε περιφρονημένοι, -ες
έχει περιφρονήσει
έχει περιφρονημένο
έχουν περιφρονήσει
έχουν περιφρονημένο
έχει περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένος, -η, -ο
έχουν περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα περιφρονήσει
είχα περιφρονημένο
είχαμε περιφρονήσει
είχαμε περιφρονημένο
είχα περιφρονηθεί
ήμουν περιφρονημένος, -η
είχαμε περιφρονηθεί
ήμαστε περιφρονημένοι, -ες
είχες περιφρονήσει
είχες περιφρονημένο
είχατε περιφρονήσει
είχατε περιφρονημένο
είχες περιφρονηθεί
ήσουν περιφρονημένος, -η
είχατε περιφρονηθεί
ήσαστε περιφρονημένοι, -ες
είχε περιφρονήσει
είχε περιφρονημένο
είχαν περιφρονήσει
είχαν περιφρονημένο
είχε περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένος, -η, -ο
είχαν περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιφρονώθα περιφρονούμεθα περιφρονούμαιθα περιφρονούμαστε
θα περιφρονείςθα περιφρονείτεθα περιφρονείσαιθα περιφρονείστε
θα περιφρονείθα περιφρονούν(ε)θα περιφρονείταιθα περιφρονούνται
Fut
ur
θα περιφρονήσωθα περιφρονήσουμεθα περιφρονηθώθα περιφρονηθούμε
θα περιφρονήσειςθα περιφρονήσετεθα περιφρονηθείςθα περιφρονηθείτε
θα περιφρονήσειθα περιφρονήσουν(ε)θα περιφρονηθείθα περιφρονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιφρονήσει
θα έχω περιφρονημένο
θα έχουμε περιφρονήσει
θα έχουμε περιφρονημένο
θα έχω περιφρονηθεί
θα είμαι περιφρονημένος, -η
θα έχουμε περιφρονηθεί
θα είμαστε περιφρονημένοι, -ες
θα έχεις περιφρονήσει
θα έχεις περιφρονημένο
θα έχετε περιφρονήσει
θα έχετε περιφρονημένο
θα έχεις περιφρονηθεί
θα είσαι περιφρονημένος, -η
θα έχετε περιφρονηθεί
θα είστε περιφρονημένοι, -η
θα έχει περιφρονήσει
θα έχει περιφρονημένο
θα έχουν περιφρονήσει
θα έχουν περιφρονημένο
θα έχει περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένος, -η, -ο
θα έχουν περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιφρονώνα περιφρονούμενα περιφρονούμαινα περιφρονούμαστε
να περιφρονείςνα περιφρονείτενα περιφρονείσαινα περιφρονείστε
να περιφρονείνα περιφρονούν(ε)να περιφρονείταινα περιφρονούνται
Aoristνα περιφρονήσωνα περιφρονήσουμε, να περιφρονήσομενα περιφρονηθώνα περιφρονηθούμε
να περιφρονήσειςνα περιφρονήσετενα περιφρονηθείςνα περιφρονηθείτε
να περιφρονήσεινα περιφρονήσουν(ε)να περιφρονηθείνα περιφρονηθούν(ε)
Perfνα έχω περιφρονήσει
να έχω περιφρονημένο
να έχουμε περιφρονήσει
να έχουμε περιφρονημένο
να έχω περιφρονηθεί
να είμαι περιφρονημένος, -η
να έχουμε περιφρονηθεί
να είμαστε περιφρονημένοι, -ες
να έχεις περιφρονήσει
να έχεις περιφρονημένο
να έχετε περιφρονήσει
να έχετε περιφρονημένο
να έχεις περιφρονηθεί
να είσαι περιφρονημένος, -η
να έχετε περιφρονηθεί
να είστε περιφρονημένοι, -ες
να έχει περιφρονήσει
να έχει περιφρονημένο
να έχουν περιφρονήσει
να έχουν περιφρονημένο
να έχει περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένος, -η, -ο
να έχουν περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριφρονείτεπεριφρονείστε
Aoristπεριφρόνησεπεριφρονήστε, περιφρονήσετεπεριφρονήσουπεριφρονηθείτε
Part
izip
Presπεριφρονώντας
Perfέχοντας περιφρονήσει, έχοντας περιφρονημένοπεριφρονημένος, -η, -οπεριφρονημένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριφρονήσειπεριφρονηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback