verreisen
 Verb

ταξιδεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Kann bestimmt nichts passieren, wenn wir bis Montag verreisen?'Ακου, σίγουρα δεν θα μπλέξουμε άμα αφήσουμε το σπίτι... ως τη Δευτέρα; Μην φοβάσαι.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir könnten verreisen.Θα ταξιδέψουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Hat Ihr Ehemann nicht Angst, seine hübsche Frau ganz allein mit so vielen Juwelen verreisen zu lassen? Warum? Ich habe noch viel mehr.Πανέμορφη Κυρά, αυτά τα μαργαριτάρια μοιάζουν κίτρινα, μπροστά στο μαρμάρινο λευκό του χεριού σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn du dich erholt hast, verreisen wir und vergessen dies alles.Όταν δυναμώσεις, θα φύγουμε μακριά να ξεχάσεις αυτή τη φρικτή εμπειρία.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir können nicht verreisen, du musst in der Wohnung bleiben.Δεν μπορώ να σε βγάζω. Πρέπει να μένεις στο δωμάτιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ταξιδεύωταξιδεύουμε, ταξιδεύομε
ταξιδεύειςταξιδεύετε
ταξιδεύειταξιδεύουν(ε)
Imper
fekt
ταξίδευαταξιδεύαμε
ταξίδευεςταξιδεύατε
ταξίδευεταξίδευαν, ταξιδεύαν(ε)
Aoristταξίδεψαταξιδέψαμε
ταξίδεψεςταξιδέψατε
ταξίδεψεταξίδεψαν, ταξιδέψαν(ε)
Per
fekt
έχω ταξιδέψειέχουμε ταξιδέψει
έχεις ταξιδέψειέχετε ταξιδέψει
έχει ταξιδέψειέχουν ταξιδέψει
Plu
per
fekt
είχα ταξιδέψειείχαμε ταξιδέψει
είχες ταξιδέψειείχατε ταξιδέψει
είχε ταξιδέψειείχαν ταξιδέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ταξιδεύωθα ταξιδεύουμε, θα ταξιδεύομε
θα ταξιδεύειςθα ταξιδεύετε
θα ταξιδεύειθα ταξιδεύουν(ε)
Fut
ur
θα ταξιδέψωθα ταξιδέψουμε, θα ταξιδέψομε
θα ταξιδέψειςθα ταξιδέψετε
θα ταξιδέψειθα ταξιδέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ταξιδέψειθα έχουμε ταξιδέψει
θα έχεις ταξιδέψειθα έχετε ταξιδέψει
θα έχει ταξιδέψειθα έχουν ταξιδέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ταξιδεύωνα ταξιδεύουμε, να ταξιδεύομε
να ταξιδεύειςνα ταξιδεύετε
να ταξιδεύεινα ταξιδεύουν(ε)
Aoristνα ταξιδέψωνα ταξιδέψουμε, να ταξιδέψομε
να ταξιδέψειςνα ταξιδέψετε
να ταξιδέψεινα ταξιδέψουν(ε)
Perfνα έχω ταξιδέψεινα έχουμε ταξιδέψει
να έχεις ταξιδέψεινα έχετε ταξιδέψει
να έχει ταξιδέψεινα έχουν ταξιδέψει
Imper
ativ
Presταξίδευεταξιδεύετε
Aoristταξίδεψεταξιδέψτε, ταξιδεύτε
Part
izip
Presταξιδεύοντας
Perfέχοντας ταξιδέψει
InfinAoristταξιδέψει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback