vernaschen
 (ugs.)  Verb

εξαφανίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Jenen, den Sie nicht vernaschen konnten?Εννοείς εκείνον που δεν μπορούσες...

Übersetzung nicht bestätigt

Sie meinen "sie vernaschen". Ja.Εννοείς, να σκοράρεις;

Übersetzung nicht bestätigt

dass Sie sie bald vernaschen, hm?Στομάχι θα χρειαστείτε πάνω απ'όλα!

Übersetzung nicht bestätigt

Am liebsten würde ich dir die Kleider vom Leib reißen und dich vernaschen.Θα μπορούσα να σου σκίσω τα ρούχα και να σου κάνω άγριο έρωτα εδώ και τώρα,

Übersetzung nicht bestätigt

Erst werde ich die Kleine vernaschen, klar?Πρώτα, θα πηδήξω το κοριτσάκι. Όχι.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξαφανίζωεξαφανίζουμε, εξαφανίζομεεξαφανίζομαιεξαφανιζόμαστε
εξαφανίζειςεξαφανίζετεεξαφανίζεσαιεξαφανίζεστε, εξαφανιζόσαστε
εξαφανίζειεξαφανίζουν(ε)εξαφανίζεταιεξαφανίζονται
Imper
fekt
εξαφάνιζαεξαφανίζαμεεξαφανιζόμουν(α)εξαφανιζόμαστε, εξαφανιζόμασταν
εξαφάνιζεςεξαφανίζατεεξαφανιζόσουν(α)εξαφανιζόσαστε, εξαφανιζόσασταν
εξαφάνιζεεξαφάνιζαν, εξαφανίζαν(ε)εξαφανιζόταν(ε)εξαφανίζονταν, εξαφανιζόντανε, εξαφανιζόντουσαν
Aoristεξαφάνισαεξαφανίσαμεεξαφανίστηκαεξαφανιστήκαμε
εξαφάνισεςεξαφανίσατεεξαφανίστηκεςεξαφανιστήκατε
εξαφάνισεεξαφάνισαν, εξαφανίσαν(ε)εξαφανίστηκεεξαφανίστηκαν, εξαφανιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξαφανίσει
έχω εξαφανισμένο
έχουμε εξαφανίσει
έχουμε εξαφανισμένο
έχω εξαφανιστεί
είμαι εξαφανισμένος, -η
έχουμε εξαφανιστεί
είμαστε εξαφανισμένοι, -ες
έχεις εξαφανίσει
έχεις εξαφανισμένο
έχετε εξαφανίσει
έχετε εξαφανισμένο
έχεις εξαφανιστεί
είσαι εξαφανισμένος, -η
έχετε εξαφανιστεί
είστε εξαφανισμένοι, -ες
έχει εξαφανίσει
έχει εξαφανισμένο
έχουν εξαφανίσει
έχουν εξαφανισμένο
έχει εξαφανιστεί
είναι εξαφανισμένος, -η, -ο
έχουν εξαφανιστεί
είναι εξαφανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξαφανίσει
είχα εξαφανισμένο
είχαμε εξαφανίσει
είχαμε εξαφανισμένο
είχα εξαφανιστεί
ήμουν εξαφανισμένος, -η
είχαμε εξαφανιστεί
ήμαστε εξαφανισμένοι, -ες
είχες εξαφανίσει
είχες εξαφανισμένο
είχατε εξαφανίσει
είχατε εξαφανισμένο
είχες εξαφανιστεί
ήσουν εξαφανισμένος, -η
είχατε εξαφανιστεί
ήσαστε εξαφανισμένοι, -ες
είχε εξαφανίσει
είχε εξαφανισμένο
είχαν εξαφανίσει
είχαν εξαφανισμένο
είχε εξαφανιστεί
ήταν εξαφανισμένος, -η, -ο
είχαν εξαφανιστεί
ήταν εξαφανισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξαφανίζωθα εξαφανίζουμε, θα εξαφανίζομεθα εξαφανίζομαιθα εξαφανιζόμαστε
θα εξαφανίζειςθα εξαφανίζετεθα εξαφανίζεσαιθα εξαφανίζεστε, θα εξαφανιζόσαστε
θα εξαφανίζειθα εξαφανίζουν(ε)θα εξαφανίζεταιθα εξαφανίζονται
Fut
ur
θα εξαφανίσωθα εξαφανίσουμε, θα εξαφανίζομεθα εξαφανιστώθα εξαφανιστούμε
θα εξαφανίσειςθα εξαφανίσετεθα εξαφανιστείςθα εξαφανιστείτε
θα εξαφανίσειθα εξαφανίσουν(ε)θα εξαφανιστείθα εξαφανιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαφανίσει
θα έχω εξαφανισμένο
θα έχουμε εξαφανίσει
θα έχουμε εξαφανισμένο
θα έχω εξαφανιστεί
θα είμαι εξαφανισμένος, -η
θα έχουμε εξαφανιστεί
θα είμαστε εξαφανισμένοι, -ες
θα έχεις εξαφανίσει
θα έχεις εξαφανισμένο
θα έχετε εξαφανίσει
θα έχετε εξαφανισμένο
θα έχεις εξαφανιστεί
θα είσαι εξαφανισμένος, -η
θα έχετε εξαφανιστεί
θα είστε εξαφανισμένοι, -ες
θα έχει εξαφανίσει
θα έχει εξαφανισμένο
θα έχουν εξαφανίσει
θα έχουν εξαφανισμένο
θα έχει εξαφανιστεί
θα είναι εξαφανισμένος, -η, -ο
θα έχουν εξαφανιστεί
θα είναι εξαφανισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξαφανίζωνα εξαφανίζουμε, να εξαφανίζομενα εξαφανίζομαινα εξαφανιζόμαστε
να εξαφανίζειςνα εξαφανίζετενα εξαφανίζεσαινα εξαφανίζεστε, να εξαφανιζόσαστε
να εξαφανίζεινα εξαφανίζουν(ε)να εξαφανίζεταινα εξαφανίζονται
Aoristνα εξαφανίσωνα εξαφανίσουμε, να εξαφανίσομενα εξαφανιστώνα εξαφανιστούμε
να εξαφανίσειςνα εξαφανίσετενα εξαφανιστείςνα εξαφανιστείτε
να εξαφανίσεινα εξαφανίσουν(ε)να εξαφανιστείνα εξαφανιστούν(ε)
Perfνα έχω εξαφανίσει
να έχω εξαφανισμένο
να έχουμε εξαφανίσει
να έχουμε εξαφανισμένο
να έχω εξαφανιστεί
να είμαι εξαφανισμένος, -η
να έχουμε εξαφανιστεί
να είμαστε εξαφανισμένοι, -ες
να έχεις εξαφανίσει
να έχεις εξαφανισμένο
να έχετε εξαφανίσει
να έχετε εξαφανισμένο
να έχεις εξαφανιστεί
να είσαι εξαφανισμένος, -η
να έχετε εξαφανιστεί
να είστε εξαφανισμένοι, -ες
να έχει εξαφανίσει
να έχει εξαφανισμένο
να έχουν εξαφανίσει
να έχουν εξαφανισμένο
να έχει εξαφανιστεί
να είναι εξαφανισμένος, -η, -ο
να έχουν εξαφανιστεί
να είναι εξαφανισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξαφάνιζεεξαφανίζετεεξαφανίζεστε
Aoristεξαφάνισεεξαφανίστεεξαφανίσουεξαφανιστείτε
Part
izip
Presεξαφανίζονταςεξαφανιζόμενος
Perfέχοντας εξαφανίσει, έχοντας εξαφανισμένοεξαφανισμένος, -η, -οεξαφανισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξαφανίσειεξαφανιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback