δελεάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Oft, uns in eigenes Elend zu verlocken, erzählen Wahrheit uns des Dunkels Schergen, verlocken erst durch schuldlos Spielwerk, um vernichtend uns im Letzten zu betrügen. | Μας ξεγελάvε τάχα μου με αθώα μπιχλιμπίδια για vα μας οδηγήσουv στα πιο φρικτά επακόλουθα. Übersetzung nicht bestätigt |
Das stellen Sie sich unter Spaß vor? Tauben verlocken? | Πιστεύεις ότι έχει πλάκα να αμολάς περιστέρια; Übersetzung nicht bestätigt |
Lassen Sie sich nicht von diesem Luxus verlocken! | Μην παρασυρθείτε από τη άνετη ζωή τους. Übersetzung nicht bestätigt |
Die zukünftigen Mieter würden auch eine Familien haben, es könnte sie verlocken, auf den anderen Ebenen Geschäfte zu eröffnen. | Oι μελλοντικοί ένοικοι... αν έχουν παιδιά, θα το ξέρουν. Kι αυτό ίσως τους δελεάσει να μεταφερθούν στον 3ο. Aυτό λέω μόνο. Übersetzung nicht bestätigt |
Und dieses Gewissen veranlasst uns, eine Einstufung als EC-10 vorzunehmen für alle emotionalen Inhalte für all die Dinge, die uns dazu verlocken, wieder etwas zu fühlen und sie zu zerstören. | Και αυτή η συνείδηση μας καθοδηγεί... να ταξινομούμε ως EC-10 για συναισθηματικό περιεχόμενο... όλα όσα μπορεί να μας βάλουν σε πειρασμό να νιώσουμε ξανά. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
interessieren |
neugierig machen |
(jemanden) anmachen |
verlocken |
Interesse entfachen |
Interesse (er)wecken |
in seinen Bann ziehen |
(jemanden) antörnen |
Ähnliche Wörter |
---|
verlockend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verlocke | ||
du | verlockst | |||
er, sie, es | verlockt | |||
Präteritum | ich | verlockte | ||
Konjunktiv II | ich | verlockte | ||
Imperativ | Singular | verlock! verlocke! | ||
Plural | verlockt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verlockt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verlocken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δελεάζω | δελεάζουμε, δελεάζομε | δελεάζομαι | δελεαζόμαστε |
δελεάζεις | δελεάζετε | δελεάζεσαι | δελεάζεστε, δελεαζόσαστε | ||
δελεάζει | δελεάζουν(ε) | δελεάζεται | δελεάζονται | ||
Imper fekt | δελέαζα | δελεάζαμε | δελεαζόμουν(α) | δελεαζόμαστε, δελεαζόμασταν | |
δελέαζες | δελεάζατε | δελεαζόσουν(α) | δελεαζόσαστε, δελεαζόσασταν | ||
δελέαζε | δελέαζαν, δελεάζαν(ε) | δελεαζόταν(ε) | δελεάζονταν, δελεαζόντανε, δελεαζόντουσαν | ||
Aorist | δελέασα | δελεάσαμε | δελεάστηκα | δελεαστήκαμε | |
δελέασες | δελεάσατε | δελεάστηκες | δελεαστήκατε | ||
δελέασε | δελέασαν, δελεάσαν(ε) | δελεάστηκε | δελεάστηκαν, δελεαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δελεάσει | έχουμε δελεάσει | έχω δελεαστεί | έχουμε δελεαστεί | |
έχεις δελεάσει | έχετε δελεάσει | έχεις δελεαστεί | έχετε δελεαστεί | ||
έχει δελεάσει | έχουν δελεάσει | έχει δελεαστεί | έχουν δελεαστεί | ||
Plu per fekt | είχα δελεάσει είχα δελεασμένο | είχαμε δελεάσει είχαμε δελεσμένο | είχα δελεαστεί ήμουν δελεασμένος, -η | είχαμε δελεαστεί ήμαστε δελεασμένοι, -ες | |
είχες δελεάσει είχες δελεασμένο | είχατε δελεάσει είχατε δελεασμένο | είχες δελεαστεί ήσουν δελεασμένος, -η | είχατε δελεαστεί ήσαστε δελεασμένοι, -ες | ||
είχε δελεάσει είχε δελεασμένο | είχαν δελεάσει είχαν δελεασμένο | είχε δελεαστεί ήταν δελεασμένος, -η, -ο | είχαν δελεαστεί ήταν δελεασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δελεάζω | θα δελεάζουμε, | θα δελεάζομαι | θα δελεαζόμαστε | |
θα δελεάζεις | θα δελεάζετε | θα δελεάζεσαι | θα δελεάζεστε, | ||
θα δελεάζει | θα δελεάζουν(ε) | θα δελεάζεται | θα δελεάζονται | ||
Fut ur | θα δελεάσω | θα δελεάσουμε, | θα δελεαστώ | θα δελεαστούμε | |
θα δελεάσεις | θα δελεάσετε | θα δελεαστείς | θα δελεαστείτε | ||
θα δελεάσει | θα δελεάσουν(ε) | θα δελεαστεί | θα δελεαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δελεάσει θα έχω δελεασμένο | θα έχουμε δελεάσει θα έχουμε δελεασμένο | θα έχω δελεαστεί θα είμαι δελεασμένος, -η | θα έχουμε δελεαστεί | |
θα έχεις δελεάσει θα έχεις δελεασμένο | θα έχετε δελεάσει θα έχετε δελεασμένο | θα έχεις δελεαστεί θα είσαι δελεασμένος, -η | θα έχετε δελεαστεί θα είστε δελεασμένοι, -ες | ||
θα έχει δελεάσει θα έχει δελεασμένο | θα έχουν δελεάσει θα έχουν δελεασμένο | θα έχει δελεαστεί θα είναι δελεασμένος, -η, -ο | θα έχουν δελεαστεί θα είναι δελεασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δελεάζω | να δελεάζουμε, | να δελεάζομαι | να δελεαζόμαστε |
να δελεάζεις | να δελεάζετε | να δελεάζεσαι | να δελεάζεστε, | ||
να δελεάζει | να δελεάζουν(ε) | να δελεάζεται | να δελεάζονται | ||
Aorist | να δελεάσω | να δελεάσουμε, | να δελεαστώ | να δελεαστούμε | |
να δελεάσεις | να δελεάσετε | να δελεαστείς | να δελεαστείτε | ||
να δελεάσει | να δελεάσουν(ε) | να δελεαστεί | να δελεαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δελεάσει να έχω δελεασμένο | να έχουμε δελεάσει | να έχω δελεαστεί | να έχουμε δελεαστεί | |
να έχεις δελεάσει | να έχετε δελεάσει να έχετε δελεασμένο | να έχεις δελεαστεί να είσαι δελεασμένος, -η | να έχετε δελεαστεί να είστε δελεασμένοι, -ες | ||
να έχει δελεάσει να έχει δελεασμένο | να έχουν δελεάσει να έχουν δελεασμένο | να έχει δελεαστεί | να έχουν δελεαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δελέαζε | δελεάζετε | δελεάζεστε | |
Aorist | δελέασε | δελεάστε | δελεάσου | δελεαστείτε | |
Part izip | Pres | δελεάζοντας | δελεαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δελεάσει, | δελεασμένος, -η, -ο | δελεασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δελεάσει | δελεαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.