verlängern
 Verb

παρατείνω Verb
(29)
επιμηκύνω Verb
(5)
ανανεώνω Verb
(2)
DeutschGriechisch
In dem Kommissionsvorschlag für eine Verordnung zur Änderung geltender Verordnungen wird in einigen Sprachfassungen für das Verb "verlängern" durchgehend ein anderer Begriff als in der Verordnung Nr. 1360/90 verwendet2.Στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση των υφιστάμενων κανονισμών χρησιμοποιείται παντού το ρήμα “παρατείνω” και όχι “ανανεώνω”.

Übersetzung bestätigt

In dem Kommissionsvorschlag für eine Verordnung zur Änderung geltender Verordnungen wird in einigen Sprachfassungen für das Verb "verlängern" durchgehend ein anderer Begriff als in der Verordnung Nr. 1360/90 verwendet1.Στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση των υφιστάμενων κανονισμών χρησιμοποιείται παντού το ρήμα “παρατείνω” και όχι “ανανεώνω”.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, liebe Kolleginnen und Kollegen! Es ist schon fast Mitternacht, ich möchte nicht unnötig verlängern.Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι, είναι σχεδόν μεσάνυχτα και δεν θέλω να παρατείνω χωρίς λόγο τη συζήτηση.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte die Aussprache nicht unnötig verlängern, aber ich möchte doch eine sehr offene Frage stellen: Wo wird der Verkehr durchfließen, wenn der Montblanc-Tunnel, der St. Gotthardt-Tunnel und der St. Bernhard-Tunnel gesperrt sind?Δεν θέλω να παρατείνω τη συζήτηση χωρίς λόγο, αλλά πρέπει να θέσω μια πολύ σαφή ερώτηση: πώς θα διοχετεύεται η κυκλοφορία αν αποκλειστούν οι σήραγγες του Mont-Blanc, του Saint-Gothard και του Saint-Bernhard;

Übersetzung bestätigt

– Herr Präsident! Ich will es nicht verlängern, aber Sie werden bemerkt haben, dass mittlerweile der Ruf „Check 16“ zu einem im Parlament geworden ist.Κύριε Πρόεδρε, δεν θέλω να παρατείνω τη διαδικασία, αλλά ασφαλώς θα παρατηρήσατε ότι η κραυγή “Ελέγξτε την παράγραφο 16” έχει γίνει στο μεταξύ ένα είδος αστείου για το Σώμα.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παρατείνωπαρατείνουμε, παρατείνομεπαρατείνομαιπαρατεινόμαστε
παρατείνειςπαρατείνετεπαρατείνεσαιπαρατείνεστε, παρατεινόσαστε
παρατείνειπαρατείνουν(ε)παρατείνεταιπαρατείνονται
Imper
fekt
παρέτειναπαρατείναμεπαρατεινόμουν(α)παρατεινόμαστε
παρέτεινεςπαρατείνατεπαρατεινόσουν(α)παρατεινόσαστε
παρέτεινεπαρέτειναν, παρατείναν(ε)παρατεινόταν(ε)παρατείνονταν
Aoristπαρέτειναπαρατείναμεπαρατάθηκαπαραταθήκαμε
παρέτεινεςπαρατείνατεπαρατάθηκεςπαραταθήκατε
παρέτεινεπαρέτειναν, παρατείναν(ε)παρατάθηκεπαρατάθηκαν, παραταθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παρατείνειέχουμε παρατείνειέχω παραταθείέχουμε παραταθεί
έχεις παρατείνειέχετε παρατείνειέχεις παραταθείέχετε παραταθεί
έχει παρατείνειέχουν παρατείνειέχει παραταθείέχουν παραταθεί
Plu
per
fekt
είχα παρατείνειείχαμε παρατείνειείχα παραταθείείχαμε παραταθεί
είχες παρατείνειείχατε παρατείνειείχες παραταθείείχατε παραταθεί
είχε παρατείνειείχαν παρατείνειείχε παραταθείείχαν παραταθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παρατείνωθα παρατείνουμε, θα παρατείνομεθα παρατείνομαιθα παρατεινόμαστε
θα παρατείνειςθα παρατείνετεθα παρατείνεσαιθα παρατείνεστε, θα παρατεινόσαστε
θα παρατείνειθα παρατείνουν(ε)θα παρατείνεταιθα παρατείνονται
Fut
ur
θα παρατείνωθα παρατείνουμε, θα παρατείνομεθα παραταθώθα παραταθούμε
θα παρατείνειςθα παρατείνετεθα παραταθείςθα παραταθείτε
θα παρατείνειθα παρατείνουν(ε)θα παραταθείθα παραταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παρατείνειθα έχουμε παρατείνειθα έχω παραταθείθα έχουμε παραταθεί
θα έχεις παρατείνειθα έχετε παρατείνειθα έχεις παραταθείθα έχετε παραταθεί
θα έχει παρατείνειθα έχουν παρατείνειθα έχει παραταθείθα έχουν παραταθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παρατείνωνα παρατείνουμε, να παρατείνομενα παρατείνομαινα παρατεινόμαστε
να παρατείνειςνα παρατείνετενα παρατείνεσαινα παρατείνεστε, να παρατεινόσαστε
να παρατείνεινα παρατείνουν(ε)να παρατείνεταινα παρατείνονται
Aoristνα παρατείνωνα παρατείνουμε, να παρατείνομενα παραταθώνα παραταθούμε
να παρατείνειςνα παρατείνετενα παραταθείςνα παραταθείτε
να παρατείνεινα παρατείνουν(ε)να παραταθείνα παραταθούν(ε)
Perfνα έχω παρατείνεινα έχουμε παρατείνεινα έχω παραταθείνα έχουμε παραταθεί
να έχεις παρατείνεινα έχετε παρατείνεινα έχεις παραταθείνα έχετε παραταθεί
να έχει παρατείνεινα έχουν παρατείνεινα έχει παραταθείνα έχουν παραταθεί
Imper
ativ
Presπαρατείνεπαρατείνετεπαρατείνεστε
Aoristπαρατείνεπαρατείνετεπαραταθείτε
Part
izip
Presπαρατείνονταςπαρατεινόμενος
Perfέχοντας παρατείνειπαρατεταμένος, -η, -οπαρατεταμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαρατείνειπαραταθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανανεώνωανανεώνουμε, ανανεώνομεανανεώνομαιανανεωνόμαστε
ανανεώνειςανανεώνετεανανεώνεσαιανανεώνεστε, ανανεωνόσαστε
ανανεώνειανανεώνουν(ε)ανανεώνεταιανανεώνονται
Imper
fekt
ανανέωναανανεώναμεανανεωνόμουν(α)ανανεωνόμαστε, ανανεωνόμασταν
ανανέωνεςανανεώνατεανανεωνόσουν(α)ανανεωνόσαστε, ανανεωνόσασταν
ανανέωνεανανέωναν, ανανεώναν(ε)ανανεωνόταν(ε)ανανεώνονταν, ανανεωνόντανε, ανανεωνόντουσαν
Aoristανανέωσαανανεώσαμεανανεώθηκαανανεωθήκαμε
ανανέωσεςανανεώσατεανανεώθηκεςανανεωθήκατε
ανανέωσεανανέωσαν, ανανεώσαν(ε)ανανεώθηκεανανεώθηκαν, ανανεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανανεώσει
έχω ανανεωμένο
έχουμε ανανεώσει
έχουμε ανανεωμένο
έχω ανανεωθεί
είμαι ανανεωμένος, -η
έχουμε ανανεωθεί
είμαστε ανανεωμένοι, -ες
έχεις ανανεώσει
έχεις ανανεωμένο
έχετε ανανεώσει
έχετε ανανεωμένο
έχεις ανανεωθεί
είσαι ανανεωμένος, -η
έχετε ανανεωθεί
είστε ανανεωμένοι, -ες
έχει ανανεώσει
έχει ανανεωμένο
έχουν ανανεώσει
έχουν ανανεωμένο
έχει ανανεωθεί
είναι ανανεωμένος, -η, -ο
έχουν ανανεωθεί
είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανανεώσει
είχα ανανεωμένο
είχαμε ανανεώσει
είχαμε ανανεωμένο
είχα ανανεωθεί
ήμουν ανανεωμένος, -η
είχαμε ανανεωθεί
ήμαστε ανανεωμένοι, -ες
είχες ανανεώσει
είχες ανανεωμένο
είχατε ανανεώσει
είχατε ανανεωμένο
είχες ανανεωθεί
ήσουν ανανεωμένος, -η
είχατε ανανεωθεί
ήσαστε ανανεωμένοι, -ες
είχε ανανεώσει
είχε ανανεωμένο
είχαν ανανεώσει
είχαν ανανεωμένο
είχε ανανεωθεί
ήταν ανανεωμένος, -η, -ο
είχαν ανανεωθεί
ήταν ανανεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανανεώνωθα ανανεώνουμε, θα ανανεώνομεθα ανανεώνομαιθα ανανεωνόμαστε
θα ανανεώνειςθα ανανεώνετεθα ανανεώνεσαιθα ανανεώνεστε, θα ανανεωνόσαστε
θα ανανεώνειθα ανανεώνουν(ε)θα ανανεώνεταιθα ανανεώνονται
Fut
ur
θα ανανεώσωθα ανανεώσουμε, θα ανανεώσομεθα ανανεωθώθα ανανεωθούμε
θα ανανεώσειςθα ανανεώσετεθα ανανεωθείςθα ανανεωθείτε
θα ανανεώσειθα ανανεώσουνθα ανανεωθείθα ανανεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανανεώσει
θα έχω ανανεωμένο
θα έχουμε ανανεώσει
θα έχουμε ανανεωμένο
θα έχω ανανεωθεί
θα είμαι ανανεωμένος, -η
θα έχουμε ανανεωθεί
θα είμαστε ανανεωμένοι, -ες
θα έχεις ανανεώσει
θα έχεις ανανεωμένο
θα έχετε ανανεώσει
θα έχετε ανανεωμένο
θα έχεις ανανεωθεί
θα είσαι ανανεωμένος, -η
θα έχετε ανανεωθεί
θα είστε ανανεωμένοι, -ες
θα έχει ανανεώσει
θα έχει ανανεωμένο
θα έχουν ανανεώσει
θα έχουν ανανεωμένο
θα έχει ανανεωθεί
θα είναι ανανεωμένος, -η, -ο
θα έχουν ανανεωθεί
θα είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανανεώνωνα ανανεώνουμε, να ανανεώνομενα ανανεώνομαινα ανανεωνόμαστε
να ανανεώνειςνα ανανεώνετενα ανανεώνεσαινα ανανεώνεστε, να ανανεωνόσαστε
να ανανεώνεινα ανανεώνουν(ε)να ανανεώνεταινα ανανεώνονται
Aoristνα ανανεώσωνα ανανεώσουμε, να ανανεώσομενα ανανεωθώνα ανανεωθούμε
να ανανεώσειςνα ανανεώσετενα ανανεωθείςνα ανανεωθείτε
να ανανεώσεινα ανανεώσουν(ε)να ανανεωθείνα ανανεωθούν(ε)
Perfνα έχω ανανεώσει
να έχω ανανεωμένο
να έχουμε ανανεώσει
να έχουμε ανανεωμένο
να έχω ανανεωθεί
να είμαι ανανεωμένος, -η
να έχουμε ανανεωθεί
να είμαστε ανανεωμένοι, -ες
να έχεις ανανεώσει
να έχεις ανανεωμένο
να έχετε ανανεώσει
να έχετε ανανεωμένο
να έχεις ανανεωθεί
να είσαι ανανεωμένος, -η
να έχετε ανανεωθεί
να είστε ανανεωμένοι, -ες
να έχει ανανεώσει
να έχει ανανεωμένο
να έχουν ανανεώσει
να έχουν ανανεωμένο
να έχει ανανεωθεί
να είναι ανανεωμένος, -η, -ο
να έχουν ανανεωθεί
να είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανανέωνεανανεώνετεανανεώνεστε
Aoristανανέωσεανανεώσετε, ανανεώστεανανεώσουανανεωθείτε
Part
izip
Presανανεώνοντας
Perfέχοντας ανανεώσει, έχοντας ανανεωμένοανανεωμένος, -η, -οανανεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristανανεώσειανανεωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback