uploaden
 Verb

ανεβάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie sind mit den anderen im Subraum verbunden. Selbst mit uns... können Sie den neuen Code zu den anderen uploaden.Ακόμα κι αν είσαι μαζί μας θα μπορείς να ανανεώσεις τον κώδικα των άλλων.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann diesen Schlimmen Jungen hier direkt auf deren Fundation Server uploaden.Μπορώ να ανεβάσω αυτό το κελεπούρι στον σέρβερ του ιδρύματος.

Übersetzung nicht bestätigt

Den Verstand uploaden, den Körper upgraden.Μεταφόρτωση του νου, αναβάθμιση του σώματος.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie können diese Kopie uploaden.Diese Maßnahme dient dem Nachweis Ihrer Volljährigkeit und stellt sicher, dass Sie auch wirklich die Person sind, die diese Auszahlung beantragt hat, und nicht ein unbefugter Dritter.Αυτό το μέτρο έχει ως σκοπό την τεκμηρίωση της ενηλικίωσής σας και διασφαλίζει, ότι είστε πράγματι το άτομο που αιτείται την εκταμίευση και όχι κάποιο μη εξουσιοδοτημένο άτομο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ohne vorherige schriftliche Zustimmung des Providers ist der Nutzer nicht berechtigt Inhalte der Webseite zu kopieren, verändern, manipulieren, verteilen, übertragen, anzuzeigen, reproduzieren, übertragen, Inhalte downloaden, uploaden oder anderweitig zu verwenden.Χωρίς προηγούμενη άδεια εγγράφως από τον Πάροχο, οι Επισκέπτες δεν επιτρέπεται να αντιγράψουν, τροποποιήσουν, επέμβουν, διανείμουν, μεταδώσουν, απεικονίσουν, αναπαραγάγουν, μεταφέρουν, αποστείλουν, κάνουν λήψη ή άλλη χρήση ή να τροποποιήσουν το περιεχόμενο της ιστοσελίδας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανεβάζωανεβάζουμε, ανεβάζομε
ανεβάζειςανεβάζετε
ανεβάζειανεβάζουν(ε)
Imper
fekt
ανέβαζαανεβάζαμε
ανέβαζεςανεβάζατε
ανέβαζεανέβαζαν, ανεβάζαν(ε)
Aoristανέβασα, anebaino">ανέβηκαανεβάσαμε
ανέβασεςανεβάσατε
ανέβασεανέβασαν, ανεβάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ανεβάσειέχουμε ανεβάσει
έχεις ανεβάσειέχετε ανεβάσει
έχει ανεβάσειέχουν ανεβάσει
Plu
per
fekt
είχα ανεβάσειείχαμε ανεβάσει
είχες ανεβάσειείχατε ανεβάσει
είχε ανεβάσειείχαν ανεβάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανεβάζωθα ανεβάζουμε, θα ανεβάζομε
θα ανεβάζειςθα ανεβάζετε
θα ανεβάζειθα ανεβάζουν(ε)
Fut
ur
θα ανεβάσωθα ανεβάσουμε, θα ανεβάζομε
θα ανεβάσειςθα ανεβάσετε
θα ανεβάσειθα ανεβάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανεβάσειθα έχουμε ανεβάσει
θα έχεις ανεβάσειθα έχετε ανεβάσει
θα έχει ανεβάσειθα έχουν ανεβάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανεβάζωνα ανεβάζουμε, να ανεβάζομε
να ανεβάζειςνα ανεβάζετε
να ανεβάζεινα ανεβάζουν(ε)
Aoristνα ανεβάσωνα ανεβάσουμε, να ανεβάσομε
να ανεβάσειςνα ανεβάσετε
να ανεβάσεινα ανεβάσουν(ε)
Perfνα έχω ανεβάσεινα έχουμε ανεβάσει
να έχεις ανεβάσεινα έχετε ανεβάσει
να έχει ανεβάσεινα έχουν ανεβάσει
Imper
ativ
Presανέβαζεανεβάζετε
Aoristανέβασεανεβάστε
Part
izip
Presανεβάζοντας
Perfέχοντας ανεβάσει
ανεβασμένος
InfinAoristανεβάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback