unterschlagen
 Verb

καταχρώμαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich habe ein bisschen was unterschlagen.Έκανα μια μικρή κατεργαριά.

Übersetzung nicht bestätigt

Zum Himmel, wenn unsere Briefe unterschlagen wurden, werden hier viele Köpfe abgehackt werden.Μα το Θεό αν τα γράμματά μας μαγειρεύτηκαν θα πέσουν πολλά κεφάλια εδώ μέσα.

Übersetzung nicht bestätigt

Nein, nichts dergleichen. Er kann dir nicht einen Monatslohn unterschlagen.Θα έπρεπε να σε προειδοποιήσει δυο μήνες τουλάχιστον νωρίτερα.

Übersetzung nicht bestätigt

Den haben sie uns wohl im College unterschlagen.Θα πρέπει να το παράλειψαν αυτό, στο κολέγιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie lange hat es gedauert, eine so hohe Summe zu unterschlagen?Πόσο καιρό σου πήρε να υπεξαιρέσεις τέτοιο ποσό;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





Passiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταχρώμαικαταχρόμαστε, καταχρώμεθα
καταχράσαικαταχράστε, καταχράσθε
καταχράταικαταχρώνται
Imper
fekt
καταχράτοκαταχρώντο
Aoristκαταχράστηκακαταχραστήκαμε
καταχράστηκεςκαταχραστήκατε
καταχράστηκεκαταχράστηκαν, καταχραστήκανε
Perf
ekt
έχω καταχραστείέχουμε καταχραστεί
έχεις καταχραστείέχετε καταχραστεί
έχει καταχραστείέχουν καταχραστεί
Plu
perf
ekt
είχα καταχραστείείχαμε καταχραστεί
είχες καταχραστείείχατε καταχραστεί
είχε καταχραστείείχαν καταχραστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταχρώμαιθα καταχρόμαστε, θα καταχρώμεθα
θα καταχράσαιθα καταχράστε, θα καταχράσθε
θα καταχράταιθα καταχρώνται
Fut
ur
θα καταχραστώθα καταχραστούμε
θα καταχραστείςθα καταχραστείτε
θα καταχραστείθα καταχραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταχραστείθα έχουμε καταχραστεί
θα έχεις καταχραστείθα έχετε καταχραστεί
θα έχει καταχραστείθα έχουν καταχραστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταχρώμαινα καταχρόμαστε, να καταχρώμεθα
να καταχράσαινα καταχράστε, να καταχράσθε
να καταχράταινα καταχρώνται
Aoristνα καταχραστώνα καταχραστούμε
να καταχραστείςνα καταχραστείτε
να καταχραστείνα καταχραστούν(ε)
Perfνα έχω καταχραστείνα έχουμε καταχραστεί
να έχεις καταχραστείνα έχετε καταχραστεί
να έχει καταχραστείνα έχουν καταχραστεί
Imper
ativ
Presκαταχράστε, καταχράσθε
Aoristκαταχράσουκαταχραστείτε
Part
izip
Presκαταχρώμενος
Perfκαταχρασμένος, -η, -οκαταχρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταχραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback