umzäunen
 Verb

περιφράζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie umzäunen mein Land und halten mich vom Wasser fern.Μου παιρνετε τη γη μου, μου κοβετε την προσβαση στο νερο μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Drei Arten Stacheldraht umzäunen uns hier.Υπάρχουν τρία είδη περίφραξης που μας κρατούν εδώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Im amerikanischen Westen, war das Weideland frei und alle konnten es nutzen weil es einfach zu teuer war es zu umzäunen. Mit Stacheldraht änderte sich dies und man konnte es zu seinem Eigentum machen.Στην Αμερικάνικη δύση , οι εκτάσεις για κτηνοτροφία ήταν ελεύθερες και όλα τα ζώα μπορούσαν να βοσκήσουν γιατί ήταν πολύ ακριβό να βάλεις φράχτες με το συρματόπλεγμα αυτό άλλαξε,έτσι μπορούσες να τις κάνεις δικές σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir umzäunen es und bedecken die Registrierung.Στήσαμε περίμετρο, κανονίσαμε την αυτοκινητοπομπή.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
umzäunen
umfrieden
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιφράζωπεριφράζουμε, περιφράζομεπεριφράζομαιπεριφραζόμαστε
περιφράζειςπεριφράζετεπεριφράζεσαιπεριφράζεστε, περιφραζόσαστε
περιφράζειπεριφράζουν(ε)περιφράζεταιπεριφράζονται
Imper
fekt
περιέφραζαπεριφράζαμεπεριφραζόμουν(α)περιφραζόμαστε, περιφραζόμασταν
περιέφραζεςπεριφράζατεπεριφραζόσουν(α)περιφραζόσαστε, περιφραζόσασταν
περιέφραζεπεριέφραζαν, περιφράζαν(ε)περιφραζόταν(ε)περιφράζονταν, περιφραζόντανε, περιφραζόντουσαν
Aoristπεριέφραξαπεριφράξαμεπεριφράχτηκαπεριφραχτήκαμε
περιέφραξεςπεριφράξατεπεριφράχτηκεςπεριφραχτήκατε
περιέφραξεπεριέφραξαν, περιφράξαν(ε)περιφράχτηκεπεριφράχτηκαν, περιφραχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω περιφράξει
έχω περιφραγμένο
έχουμε περιφράξει
έχουμε περιφραγμένο
έχω περιφραχτεί
είμαι περιφραγμένος, -η
έχουμε περιφραχτεί
είμαστε περιφραγμένοι, -ες
έχεις περιφράξει
έχεις περιφραγμένο
έχετε περιφράξει
έχετε περιφραγμένο
έχεις περιφραχτεί
είσαι περιφραγμένος, -η
έχετε περιφραχτεί
είστε περιφραγμένοι, -ες
έχει περιφράξει
έχει περιφραγμένο
έχουν περιφράξει
έχουν περιφραγμένο
έχει περιφραχτεί
είναι περιφραγμένος, -η, -ο
έχουν περιφραχτεί
είναι περιφραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα περιφράξει
είχα περιφραγμένο
είχαμε περιφράξει
είχαμε περιφραγμένο
είχα περιφραχτεί
ήμουν περιφραγμένος, -η
είχαμε περιφραχτεί
ήμαστε περιφραγμένοι, -ες
είχες περιφράξει
είχες περιφραγμένο
είχατε περιφράξει
είχατε περιφραγμένο
είχες περιφραχτεί
ήσουν περιφραγμένος, -η
είχατε περιφραχτεί
ήσαστε περιφραγμένοι, -ες
είχε περιφράξει
είχε περιφραγμένο
είχαν περιφράξει
είχαν περιφραγμένο
είχε περιφραχτεί
ήταν περιφραγμένος, -η, -ο
είχαν περιφραχτεί
ήταν περιφραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιφράζωθα περιφράζουμε, θα περιφράζομεθα περιφράζομαιθα περιφραζόμαστε
θα περιφράζειςθα περιφράζετεθα περιφράζεσαιθα περιφράζεστε, θα περιφραζόσαστε
θα περιφράζειθα περιφράζουν(ε)θα περιφράζεταιθα περιφράζονται
Fut
ur
θα περιφράξωθα περιφράξουμε, θα περιφράξομεθα περιφραχτώθα περιφραχτούμε
θα περιφράξειςθα περιφράξετεθα περιφραχτείςθα περιφραχτείτε
θα περιφράξειθα περιφράξουν(ε)θα περιφραχτείθα περιφραχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιφράξει
θα έχω περιφραγμένο
θα έχουμε περιφράξει
θα έχουμε περιφραγμένο
θα έχω περιφραχτεί
θα είμαι περιφραγμένος, -η
θα έχουμε περιφραχτεί
θα είμαστε περιφραγμένοι, -ες
θα έχεις περιφράξει
θα έχεις περιφραγμένο
θα έχετε περιφράξει
θα έχετε περιφραγμένο
θα έχεις περιφραχτεί
θα είσαι περιφραγμένος, -η
θα έχετε περιφραχτεί
θα είστε περιφραγμένοι, -ες
θα έχει περιφράξει
θα έχει περιφραγμένο
θα έχουν περιφράξει
θα έχουν περιφραγμένο
θα έχει περιφραχτεί
θα είναι περιφραγμένος, -η, -ο
θα έχουν περιφραχτεί
θα είναι περιφραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιφράζωνα περιφράζουμε, να περιφράζομενα περιφράζομαινα περιφραζόμαστε
να περιφράζειςνα περιφράζετενα περιφράζεσαινα περιφράζεστε, να περιφραζόσαστε
να περιφράζεινα περιφράζουν(ε)να περιφράζεταινα περιφράζονται
Aoristνα περιφράξωνα περιφράξουμε, να περιφράξομενα περιφραχτώνα περιφραχτούμε
να περιφράξειςνα περιφράξετενα περιφραχτείςνα περιφραχτείτε
να περιφράξεινα περιφράξουν(ε)να περιφραχτείνα περιφραχτούν(ε)
Perf να έχω περιφράξει
να έχω περιφραγμένο
να έχουμε περιφράξει
να έχουμε περιφραγμένο
να έχω περιφραχτεί
να είμαι περιφραγμένος, -η
να έχουμε περιφραχτεί
να είμαστε περιφραγμένοι, -ες
να έχεις περιφράξει
να έχεις περιφραγμένο
να έχετε περιφράξει
να έχετε περιφραγμένο
να έχεις περιφραχτεί
να είσαι περιφραγμένος, -η
να έχετε περιφραχτεί
να είστε περιφραγμένοι, -ες
να έχει περιφράξει
να έχει περιφραγμένο
να έχουν περιφράξει
να έχουν περιφραγμένο
να έχει περιφραχτεί
να είναι περιφραγμένος, -η, -ο
να έχουν περιφραχτεί
να είναι περιφραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριέφραζεπεριφράζετεπεριφράζεστε
Aoristπεριέφραξεπεριφράξτε, περιφράχτεπεριφράξουπεριφραχτείτε
Part
izip
Presπεριφράζοντας
Perfέχοντας περιφράξει, έχοντας περιφραγμένοπεριφραγμένος, -η, -οπεριφραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριφράξειπεριφραχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback