περιφράζω περιφράσσω altgriechisch περιφράσσω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιφράζω | περιφράζουμε, περιφράζομε | περιφράζομαι | περιφραζόμαστε |
περιφράζεις | περιφράζετε | περιφράζεσαι | περιφράζεστε, περιφραζόσαστε | ||
περιφράζει | περιφράζουν(ε) | περιφράζεται | περιφράζονται | ||
Imper fekt | περιέφραζα | περιφράζαμε | περιφραζόμουν(α) | περιφραζόμαστε, περιφραζόμασταν | |
περιέφραζες | περιφράζατε | περιφραζόσουν(α) | περιφραζόσαστε, περιφραζόσασταν | ||
περιέφραζε | περιέφραζαν, περιφράζαν(ε) | περιφραζόταν(ε) | περιφράζονταν, περιφραζόντανε, περιφραζόντουσαν | ||
Aorist | περιέφραξα | περιφράξαμε | περιφράχτηκα | περιφραχτήκαμε | |
περιέφραξες | περιφράξατε | περιφράχτηκες | περιφραχτήκατε | ||
περιέφραξε | περιέφραξαν, περιφράξαν(ε) | περιφράχτηκε | περιφράχτηκαν, περιφραχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω περιφράξει | έχουμε περιφράξει | έχω περιφραχτεί | έχουμε περιφραχτεί | |
έχεις περιφράξει έχεις περιφραγμένο | έχετε περιφράξει έχετε περιφραγμένο | έχεις περιφραχτεί είσαι περιφραγμένος, -η | έχετε περιφραχτεί είστε περιφραγμένοι, -ες | ||
έχει περιφράξει | έχουν περιφράξει | έχει περιφραχτεί | έχουν περιφραχτεί | ||
Plu per fekt | είχα περιφράξει | είχαμε περιφράξει | είχα περιφραχτεί | είχαμε περιφραχτεί | |
είχες περιφράξει είχες περιφραγμένο | είχατε περιφράξει είχατε περιφραγμένο | είχες περιφραχτεί ήσουν περιφραγμένος, -η | είχατε περιφραχτεί ήσαστε περιφραγμένοι, -ες | ||
είχε περιφράξει είχε περιφραγμένο | είχαν περιφράξει είχαν περιφραγμένο | είχε περιφραχτεί ήταν περιφραγμένος, -η, -ο | είχαν περιφραχτεί ήταν περιφραγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιφράζω | θα περιφράζουμε, θα περιφράζομε | θα περιφράζομαι | θα περιφραζόμαστε | |
θα περιφράζεις | θα περιφράζετε | θα περιφράζεσαι | θα περιφράζεστε, | ||
θα περιφράζει | θα περιφράζουν(ε) | θα περιφράζεται | θα περιφράζονται | ||
Fut ur | θα περιφράξω | θα περιφράξουμε, | θα περιφραχτώ | θα περιφραχτούμε | |
θα περιφράξεις | θα περιφράξετε | θα περιφραχτείς | θα περιφραχτείτε | ||
θα περιφράξει | θα περιφράξουν(ε) | θα περιφραχτεί | θα περιφραχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω περιφράξει | θα έχουμε περιφράξει | θα έχω περιφραχτεί | θα έχουμε περιφραχτεί | |
θα έχεις περιφράξει θα έχεις περιφραγμένο | θα έχετε περιφράξει θα έχετε περιφραγμένο | θα έχεις περιφραχτεί θα είσαι περιφραγμένος, -η | θα έχετε περιφραχτεί θα είστε περιφραγμένοι, -ες | ||
θα έχει περιφράξει θα έχει περιφραγμένο | θα έχουν περιφράξει θα έχουν περιφραγμένο | θα έχει περιφραχτεί θα είναι περιφραγμένος, -η, -ο | θα έχουν περιφραχτεί θα είναι περιφραγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιφράζω | να περιφράζουμε, | να περιφράζομαι | να περιφραζόμαστε |
να περιφράζεις | να περιφράζετε | να περιφράζεσαι | να περιφράζεστε, | ||
να περιφράζει | να περιφράζουν(ε) | να περιφράζεται | να περιφράζονται | ||
Aorist | να περιφράξω | να περιφράξουμε, | να περιφραχτώ | να περιφραχτούμε | |
να περιφράξεις | να περιφράξετε | να περιφραχτείς | να περιφραχτείτε | ||
να περιφράξει | να περιφράξουν(ε) | να περιφραχτεί | να περιφραχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω περιφράξει | να έχουμε περιφράξει | να έχω περιφραχτεί | να έχουμε περιφραχτεί | |
να έχεις περιφράξει | να έχετε περιφράξει | να έχεις περιφραχτεί | να έχετε περιφραχτεί | ||
να έχει περιφράξει | να έχουν περιφράξει | να έχει περιφραχτεί | να έχουν περιφραχτεί | ||
Imper ativ | Pres | περιέφραζε | περιφράζετε | περιφράζεστε | |
Aorist | περιέφραξε | περιφράξτε, περιφράχτε | περιφράξου | περιφραχτείτε | |
Part izip | Pres | περιφράζοντας | |||
Perf | έχοντας περιφράξει, έχοντας περιφραγμένο | περιφραγμένος, -η, -ο | περιφραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | περιφράξει | περιφραχτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | umzäune | ||
du | umzäunst | |||
er, sie, es | umzäunt | |||
Präteritum | ich | umzäunte | ||
Konjunktiv II | ich | umzäunte | ||
Imperativ | Singular | umzäun! umzäune! | ||
Plural | umzäunt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
umzäunt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:umzäunen |
περιφράζω [perifrázo] -ομαι : περιφράσσω.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.