umkrempeln
 (ugs.)  Verb

σηκώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ein Bursche, der was von einer Ranch versteht, könnte das hier umkrempeln.Κάποιος που ξέρει από ράντς, μπορεί να κάνει αυτό το αχούρι όμορφο μέρος.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss mich doch nicht völlig umkrempeln... ... füreinenaltenFreundwieGaston.Παραδέξου ότι δε χρειάζεται ν' αλλάξεις για καλό φίλο όπως ο Γκαστόν.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir uns schon umkrempeln müssen dafür, dann lächelnd!Θα το αποκτήσουμε, ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνουμε τούμπες!

Übersetzung nicht bestätigt

Und es lässt sich nicht umkrempeln.Βαθειά μέσα σε όλους μας υπάρχει μια αίσθηση αλήθειας για το ποιοί ή τι είμαστε σαν άνθρωποι.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir wollen ja nicht Ihr ganzes Leben umkrempeln, aber stört es Sie nicht, dass die wichtigste Organisation Stepfords so archaisch ist?Και δεν σου ζητάμε να αλλάξεις τον τρόπο της ζωής σου, αλλά δεν σε ενοχλεί το ότι ο πιο σημαντικό οργανισμός στο Στέπφορντ είναι σεξουαλικά αρχαϊκός?

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σηκώνωσηκώνουμε, σηκώνομεσηκώνομαισηκωνόμαστε
σηκώνειςσηκώνετεσηκώνεσαισηκώνεστε, σηκωνόσαστε
σηκώνεισηκώνουν(ε)σηκώνεταισηκώνονται
Imper
fekt
σήκωνασηκώναμεσηκωνόμουν(α)σηκωνόμαστε, σηκωνόμασταν
σήκωνεςσηκώνατεσηκωνόσουν(α)σηκωνόσαστε, σηκωνόσασταν
σήκωνεσήκωνανσηκωνόταν(ε)σηκώνονταν, σηκωνόντανε, σηκωνόντουσαν
Aoristσήκωσασηκώσαμεσηκώθηκασηκωθήκαμε
σήκωσεςσηκώσατεσηκώθηκεςσηκωθήκατε
σήκωσεσήκωσαν, σηκώσαν(ε)σηκώθηκεσηκώθηκαν, σηκωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σηκώσει
έχω σηκωμένο
έχουμε σηκώσει
έχουμε σηκωμένο
έχω σηκωθεί
είμαι σηκωμένος, -η
έχουμε σηκωθεί
είμαστε σηκωμένοι, -ες
έχεις σηκώσει
έχεις σηκωμένο
έχετε σηκώσει
έχετε σηκωμένο
έχεις σηκωθεί
είσαι σηκωμένος, -η
έχετε σηκωθεί
είστε σηκωμένοι, -ες
έχει σηκώσει
έχει σηκωμένο
έχουν σηκώσει
έχουν σηκωμένο
έχει σηκωθεί
είναι σηκωμένος, -η, -ο
έχουν σηκωθεί
είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σηκώσει
είχα σηκωμένο
είχαμε σηκώσει
είχαμε σηκωμένο
είχα σηκωθεί
ήμουν σηκωμένος, -η
είχαμε σηκωθεί
ήμαστε σηκωμένοι, -ες
είχες σηκώσει
είχες σηκωμένο
είχατε σηκώσει
είχατε σηκωμένο
είχες σηκωθεί
ήσουν σηκωμένος, -η
είχατε σηκωθεί
ήσαστε σηκωμένοι, -ες
είχε σηκώσει
είχε σηκωμένο
είχαν σηκώσει
είχαν σηκωμένο
είχε σηκωθεί
ήταν σηκωμένος, -η, -ο
είχαν σηκωθεί
ήταν σηκωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σηκώνωθα σηκώνουμε, θα σηκώνομεθα σηκώνομαιθα σηκωνόμαστε
θα σηκώνειςθα σηκώνετεθα σηκώνεσαιθα σηκώνεστε, θα σηκωνόσαστε
θα σηκώνειθα σηκώνουν(ε)θα σηκώνεταιθα σηκώνονται
Fut
ur
θα σηκώσωθα σηκώσουμε, θα σηκώσομεθα σηκωθώθα σηκωθούμε
θα σηκώσειςθα σηκώσετεθα σηκωθείςθα σηκωθείτε
θα σηκώσειθα σηκώσουνθα σηκωθείθα σηκωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σηκώσει
θα έχω σηκωμένο
θα έχουμε σηκώσει
θα έχουμε σηκωμένο
θα έχω σηκωθεί
θα είμαι σηκωμένος, -η
θα έχουμε σηκωθεί
θα είμαστε σηκωμένοι, -ες
θα έχεις σηκώσει
θα έχεις σηκωμένο
θα έχετε σηκώσει
θα έχετε σηκωμένο
θα έχεις σηκωθεί
θα είσαι σηκωμένος, -η
θα έχετε σηκωθεί
θα είστε σηκωμένοι, -ες
θα έχει σηκώσει
θα έχει σηκωμένο
θα έχουν σηκώσει
θα έχουν σηκωμένο
θα έχει σηκωθεί
θα είναι σηκωμένος, -η, -ο
θα έχουν σηκωθεί
θα είναι σηκωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σηκώνωνα σηκώνουμε, να σηκώνομενα σηκώνομαινα σηκωνόμαστε
να σηκώνειςνα σηκώνετενα σηκώνεσαινα σηκώνεστε, να σηκωνόσαστε
να σηκώνεινα σηκώνουν(ε)να σηκώνεταινα σηκώνονται
Aoristνα σηκώσωνα σηκώσουμε, να σηκώσομενα σηκωθώνα σηκωθούμε
να σηκώσειςνα σηκώσετενα σηκωθείςνα σηκωθείτε
να σηκώσεινα σηκώσουν(ε)να σηκωθείνα σηκωθούν(ε)
Perfνα έχω σηκώσει
να έχω σηκωμένο
να έχουμε σηκώσει
να έχουμε σηκωμένο
να έχω σηκωθεί
να είμαι σηκωμένος, -η
να έχουμε σηκωθεί
να είμαστε σηκωμένοι, -ες
να έχεις σηκώσει
να έχεις σηκωμένο
να έχετε σηκώσει
να έχετε σηκωμένο
να έχεις σηκωθεί
να είσαι σηκωμένος, -η
να έχετε σηκωθεί
να είστε σηκωμένοι, -ες
να έχει σηκώσει
να έχει σηκωμένο
να έχουν σηκώσει
να έχουν σηκωμένο
να έχει σηκωθεί
να είναι σηκωμένος, -η, -ο
να έχουν σηκωθεί
να είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσήκωνεσηκώνετεσηκώνεστε
Aoristkathomai#katse">σήκωσεσηκώστε, σηκώσετεσήκω, σηκώσουσηκωθείτε
Part
izip
Presσηκώνοντας
Perfέχοντας σηκώσει, έχοντας σηκωμένοσηκωμένος, -η, -οσηκωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσηκώσεισηκωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback