transportieren
 Verb

μεταφέρω Verb
(23)
διακινώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn ich einerseits eine Union schaffe, in der ich Kühe transportieren kann, wohin und in welchem Zustand ich will, ohne daß ich kontrolliert werde, in der ich Geld verschieben kann soviel, solange, so oft und wohin ich will -, innerhalb der ich jede Art der Dienstleistung nehmen wir mal das Baugewerbe als Beispiel häufig außerhalb der Legalität transportieren kann, ohne dafür verfolgt zu werden, andererseits aber als ehrbarer Bürger, der zum Beispiel als Mitglied des Europäischen Parlaments, das von Deutschland über Luxemburg nach Frankreich fahren will, um hier an seiner Arbeitsstätte zu wirken, erleben muß, daß ich jedesmal wieder kontrolliert werde, weil die französische Regierung behauptet, sie müsse an ihren Grenzen darauf achten, daß keine niederländischen Drogendealer ins Land kommen und so geht es ja nicht nur den ehrbaren Bürgern, die im Europäischen Parlament sitzen, sondern auch vielen anderen Menschen -, dann muß man schon den Eindruck gewinnen, es gibt eine Europäische Union, in der man mit Geld, mit Waren und Dienstleistungen alles machen kann, deren Bürger aber unter fadenscheinigsten Argumenten von der Freizügigkeit ausgeschlossen werden.Όταν από τη μια μεριά δημιουργώ μια Ένωση, στην οποία μπορώ να μεταφέρω αγελάδες, όπου θέλω και σε οποιαδήποτε κατάσταση, χωρίς να ελέγχομαι, στην οποία μπορώ να μεταφέρω χρήματα όσα, για όσο καιρό, όσο συχνά και όπου θέλω μέσα στην οποία μπορώ να μεταφέρω κάθε είδος παροχής υπηρεσιών ας πάρουμε για παράδειγμα το επάγγελμα του οικοδόμου -, συχνά παράνομα, χωρίς να διωχθώ γι' αυτό, από την άλλη όμως μεριά ως χρηστός πολίτης που θέλει, για παράδειγμα, ως μέλος του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου, να πάει από τη Γερμανία, μέσω του Λουξεμβούργου, στη Γαλλία, για να δουλέψει στον τόπο εργασίας του, θα πρέπει να ελέγχομαι κάθε φορά, επειδή η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται πως θα πρέπει να προσέχει στα σύνορά της να μη μπουν στη χώρα ολλανδοί έμποροι ναρκωτικών κι αυτό δε συμβαίνει ως γνωστόν μόνο στους χρηστούς πολίτες, που βρίσκονται στο Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, αλλά και σε πολλούς άλλους -, τότε θα πρέπει να σχηματίσω την εντύπωση πως υπάρχει μια Eυρωπαϊκή Ένωση όπου μπορεί κανείς με τα χρήματα, με τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες να κάνει τα πάντα, ενώ οι πολίτες της αποκλείονται από την ελεύθερη κυκλοφορία, με τα πιο τετριμμένα επιχειρήματα.

Übersetzung bestätigt

Und ich denke, das lag daran, dass ich ihre Sprache und ihre Realität einsetzen konnte, um sie in eine andere zu transportieren.Και πιστεύω πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι χρησιμοποίησα τη γλώσσα τους και την πραγματικότητά τους για να τους μεταφέρω σε μια άλλη πραγματικότητα.

Übersetzung nicht bestätigt

Und für zwei Jahre kämpfte ich mit dem Dilemma morgens um 4:30 Uhr aufzustehen an einem Freitag morgen zum Gefägnis zu fahren runterzugehen, behandschuht und geschrubbt, bereit den Körper eines exekutierten Gefangenen zu erhalten, die Organe zu entfernen und dann diese Organe zu transportieren in das empfangende Krankenhaus und dann das Geschenk des Lebens am selben Nachmittag einem Empfänger zu transplantieren .Και επί δυο χρόνια, πολεμούσα με το δίλημμα του να ξυπνάω στις 4:30 πμ τα πρωινά της Παρασκευής, να οδηγώ προς τη φυλακή, να κατεβαίνω, να βάζω γάντια, να απολυμαίνομαι, να ετοιμάζομαι για να παραλάβω το σώμα του εκτελεσθέντος φυλακισμένου, να αφαιρώ τα όργανα και μετά να τα μεταφέρω στο νοσοκομείο-αποδέκτη και μετά να μεταμοσχεύω το δώρο της ζωής στο λήπτη το ίδιο απόγευμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταφέρωμεταφέρουμε, μεταφέρομεμεταφέρομαιμεταφερόμαστε
μεταφέρειςμεταφέρετεμεταφέρεσαιμεταφέρεστε, μεταφερόσαστε
μεταφέρειμεταφέρουν(ε)μεταφέρεταιμεταφέρονται
Imper
fekt
μετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφερόμουν(α)μεταφερόμαστε, μεταφερόμασταν
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφερόσουν(α)μεταφερόσαστε, μεταφερόσασταν
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφερόταν(ε)μεταφέρονταν, μεταφερόντανε, μεταφερόντουσαν
Aoristμετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφέρθηκαμεταφερθήκαμε
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφέρθηκεςμεταφερθήκατε
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφέρθηκεμεταφέρθηκαν, μεταφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταφέρειέχουμε μεταφέρειέχω μεταφερθείέχουμε μεταφερθεί
έχεις μεταφέρειέχετε μεταφέρειέχεις μεταφερθείέχετε μεταφερθεί
έχει μεταφέρειέχουν μεταφέρειέχει μεταφερθείέχουν μεταφερθεί
Plu
per
fekt
είχα μεταφέρειείχαμε μεταφέρειείχα μεταφερθείείχαμε μεταφερθεί
είχες μεταφέρειείχατε μεταφέρειείχες μεταφερθείείχατε μεταφερθεί
είχε μεταφέρειείχαν μεταφέρειείχε μεταφερθείείχαν μεταφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφέρομαιθα μεταφερόμαστε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφέρεσαιθα μεταφέρεστε, θα μεταφερόσαστε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφέρεταιθα μεταφέρονται
Fut
ur
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφερθώθα μεταφερθούμε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφερθείςθα μεταφερθείτε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφερθείθα μεταφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταφέρειθα έχουμε μεταφέρειθα έχω μεταφερθείθα έχουμε μεταφερθεί
θα έχεις μεταφέρειθα έχετε μεταφέρειθα έχεις μεταφερθείθα έχετε μεταφερθεί
θα έχει μεταφέρειθα έχουν μεταφέρειθα έχει μεταφερθείθα έχουν μεταφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφέρομαινα μεταφερόμαστε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφέρεσαινα μεταφέρεστε, να μεταφερόσαστε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφέρεταινα μεταφέρονται
Aoristνα μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφερθώνα μεταφερθούμε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφερθείςνα μεταφερθείτε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφερθείνα μεταφερθούν(ε)
Perfνα έχω μεταφέρεινα έχουμε μεταφέρεινα έχω μεταφερθείνα έχουμε μεταφερθεί
να έχεις μεταφέρεινα έχετε μεταφέρεινα έχεις μεταφερθείνα έχετε μεταφερθεί
να έχει μεταφέρεινα έχουν μεταφέρεινα έχει μεταφερθείνα έχουν μεταφερθεί
Imper
ativ
Presμεταφέρεμεταφέρετεμεταφέρεστε
Aoristμεταφέρεμεταφέρετε, μεταφέρτεμεταφέρουμεταφερθείτε
Part
izip
Presμεταφέρονταςμεταφερόμενος
Perfέχοντας μεταφέρειμεταφερμένος, -η, -ομεταφερμένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταφέρειμεταφερθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback