Deutsch | Griechisch |
---|---|
Nun, er schleicht sich von hinten an sein Opfer heran. Harker steht auf, sie ringen miteinander, torkeln durch den ganzen Raum, stoßen dann an diesen Tisch, die Teller fliegen kreuz und quer herunter, Harker fällt und bricht sich den Rücken. | Αυτός περπατάει στις μύτες των ποδιών του μέχρι το θύμα...εδώ, ο Χάρκερ σηκώνεται, έρχονται στα χέρια, πέφτουν πάνω στο τραπέζι τα πιάτα πετάγονται παντού, ο Χάρκερ πέφτει και σπάει τη μέση του, απλό δεν είναι; Übersetzung nicht bestätigt |
Reiten! Nicht torkeln. | Και θα φυγουμε καβαλα, οχι κολυμπωντας. Übersetzung nicht bestätigt |
"Reiten, nicht torkeln." Sehr gut. | Καβαλα, οχι κολυμπωντας. Καλο. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde es vermissen, dich nicht mehr durch die Straßen torkeln wandeln zu sehen, meinte ich, mit trunkenem, glücklichem Lächeln. | Τον θυμάμαι σαν να'ταν χθες, να τρεκλίζει... να περπατάει στο δρόμο, μ'ένα πλατύ χαμόγελο. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie torkeln, sind ungepflegt und stinken nach Schweiß und Alkohol. | Παραπατάς, είσαι ατημέλητος και βρωμάς ουίσκι και ιδρωτίλα. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | torkle | ||
du | torkelst | |||
er, sie, es | torkelt | |||
Präteritum | ich | torkelte | ||
Konjunktiv II | ich | torkelte | ||
Imperativ | Singular | torkle! torkele! | ||
Plural | torkelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getorkelt | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:torkeln |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παραπατάω, παραπατώ | παραπατάμε, παραπατούμε |
παραπατάς | παραπατάτε | ||
παραπατάει, παραπατά | παραπατάν(ε), παραπατούν(ε) | ||
Imper fekt | παραπατούσα, παραπάταγα | παραπατούσαμε, παραπατάγαμε | |
παραπατούσες, παραπάταγες | παραπατούσατε, παραπατάγατε | ||
παραπατούσε, παραπάταγε | παραπατούσαν(ε), παραπάταγαν, παραπατάγανε | ||
Aorist | παραπάτησα | παραπατήσαμε | |
παραπάτησες | παραπατήσατε | ||
παραπάτησε | παραπάτησαν, παραπατήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω παραπατήσει | έχουμε παραπατήσει | |
έχεις παραπατήσει | έχετε παραπατήσει | ||
έχει παραπατήσει | έχουν παραπατήσει | ||
Plu perf ekt | είχα παραπατήσει | είχαμε παραπατήσει | |
είχες παραπατήσει | είχατε παραπατήσει | ||
είχε παραπατήσει | είχαν παραπατήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα παραπατάω, θα παραπατώ | θα παραπατάμε, θα παραπατούμε | |
θα παραπατάς | θα παραπατάτε | ||
θα παραπατάει, θα παραπατά | θα παραπατάν(ε), θα παραπατούν(ε) | ||
Fut ur | θα παραπατήσω | θα παραπατήσουμε, θα παραπατήσομε | |
θα παραπατήσεις | θα παραπατήσετε | ||
θα παραπατήσει | θα παραπατήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω παραπατήσει | θα έχουμε παραπατήσει | |
θα έχεις παραπατήσει | θα έχετε παραπατήσει | ||
θα έχει παραπατήσει | θα έχουν παραπατήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παραπατάω, να παραπατώ | να παραπατάμε, να παραπατούμε |
να παραπατάς | να παραπατάτε | ||
να παραπατάει, να παραπατά | να παραπατάν(ε), να παραπατούν(ε) | ||
Aorist | να παραπατήσω | να παραπατήσουμε, να παραπατήσομε | |
να παραπατήσεις | να παραπατήσετε | ||
να παραπατήσει | να παραπατήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω παραπατήσει | να έχουμε παραπατήσει | |
να έχεις παραπατήσει | να έχετε παραπατήσει | ||
να έχει παραπατήσει | να έχουν παραπατήσει | ||
Imper ativ | Pres | παραπάτα, παραπάταγε | παραπατάτε |
Aorist | παραπάτησε, παραπάτα | παραπατήστε | |
Part izip | Pres | παραπατώντας | |
Perf | έχοντας παραπατήσει | ||
Infin | Aorist | παραπατήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.