Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
στραβοπατώ |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παραπατάω, παραπατώ | παραπατάμε, παραπατούμε |
παραπατάς | παραπατάτε | ||
παραπατάει, παραπατά | παραπατάν(ε), παραπατούν(ε) | ||
Imper fekt | παραπατούσα, παραπάταγα | παραπατούσαμε, παραπατάγαμε | |
παραπατούσες, παραπάταγες | παραπατούσατε, παραπατάγατε | ||
παραπατούσε, παραπάταγε | παραπατούσαν(ε), παραπάταγαν, παραπατάγανε | ||
Aorist | παραπάτησα | παραπατήσαμε | |
παραπάτησες | παραπατήσατε | ||
παραπάτησε | παραπάτησαν, παραπατήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω παραπατήσει | έχουμε παραπατήσει | |
έχεις παραπατήσει | έχετε παραπατήσει | ||
έχει παραπατήσει | έχουν παραπατήσει | ||
Plu perf ekt | είχα παραπατήσει | είχαμε παραπατήσει | |
είχες παραπατήσει | είχατε παραπατήσει | ||
είχε παραπατήσει | είχαν παραπατήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα παραπατάω, θα παραπατώ | θα παραπατάμε, θα παραπατούμε | |
θα παραπατάς | θα παραπατάτε | ||
θα παραπατάει, θα παραπατά | θα παραπατάν(ε), θα παραπατούν(ε) | ||
Fut ur | θα παραπατήσω | θα παραπατήσουμε, θα παραπατήσομε | |
θα παραπατήσεις | θα παραπατήσετε | ||
θα παραπατήσει | θα παραπατήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω παραπατήσει | θα έχουμε παραπατήσει | |
θα έχεις παραπατήσει | θα έχετε παραπατήσει | ||
θα έχει παραπατήσει | θα έχουν παραπατήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παραπατάω, να παραπατώ | να παραπατάμε, να παραπατούμε |
να παραπατάς | να παραπατάτε | ||
να παραπατάει, να παραπατά | να παραπατάν(ε), να παραπατούν(ε) | ||
Aorist | να παραπατήσω | να παραπατήσουμε, να παραπατήσομε | |
να παραπατήσεις | να παραπατήσετε | ||
να παραπατήσει | να παραπατήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω παραπατήσει | να έχουμε παραπατήσει | |
να έχεις παραπατήσει | να έχετε παραπατήσει | ||
να έχει παραπατήσει | να έχουν παραπατήσει | ||
Imper ativ | Pres | παραπάτα, παραπάταγε | παραπατάτε |
Aorist | παραπάτησε, παραπάτα | παραπατήστε | |
Part izip | Pres | παραπατώντας | |
Perf | έχοντας παραπατήσει | ||
Infin | Aorist | παραπατήσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | torkle | ||
du | torkelst | |||
er, sie, es | torkelt | |||
Präteritum | ich | torkelte | ||
Konjunktiv II | ich | torkelte | ||
Imperativ | Singular | torkle! torkele! | ||
Plural | torkelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getorkelt | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:torkeln |
παραπατώ [parapató] & -άω .1α : 1. πατώ με εσφαλμένο τρόπο χάνοντας την ισορροπία, το βηματισμό μου: Kαθώς ανέβαινα τη σκάλα παραπάτησα κι έπεσα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.