τηλεφωνώ Verb (5) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Es wäre weniger eintönig, wenn ich telefonieren könnte! | Θα ήταν λιγότερο μονότονη, αν μπορούσα πού και πού να τηλεφωνώ! Übersetzung nicht bestätigt |
"Ich kann allein telefonieren." Ja, du bist ja schon groß. | Πόσα εγγόνια νομίζεις πως έχω; Μπορώ και τηλεφωνώ μονάχη μου. Το ξέρω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde anfangen, zu telefonieren. | Θα ξεκινήσω να τηλεφωνώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Will nicht mehr herumrennen und telefonieren. | Τελείωσα με την οργάνωση και να τρέχω από εδώ και από εκεί και να τηλεφωνώ σε κόσμο. Übersetzung nicht bestätigt |
Als wir vorhin aufgehört haben zu telefonieren, habe ich meine Mom angerufen, nur um sicher zu gehen. | Πριν πεις τίποτα, τηλεφωνώ μόνο επειδή είδα το Gossip Girl. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | telefoniere | ||
du | telefonierst | |||
er, sie, es | telefoniert | |||
Präteritum | ich | telefonierte | ||
Konjunktiv II | ich | telefonierte | ||
Imperativ | Singular | telefoniere! telefonier! | ||
Plural | telefoniert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
telefoniert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:telefonieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | τηλεφωνάω, tilefono">τηλεφωνώ | τηλεφωνάμε, τηλεφωνούμε | τηλεφωνιέμαι | τηλεφωνιόμαστε |
τηλεφωνάς | τηλεφωνάτε | τηλεφωνιέσαι | τηλεφωνιέστε, τηλεφωνιόσαστε | ||
τηλεφωνάει, τηλεφωνά | τηλεφωνάν(ε), τηλεφωνούν(ε) | τηλεφωνιέται | τηλεφωνιούνται, τηλεφωνιόνται | ||
Imper fekt | τηλεφωνούσα, τηλεφώναγα | τηλεφωνούσαμε, τηλεφωνάγαμε | τηλεφωνιόμουν(α) | τηλεφωνιόμαστε, τηλεφωνιόμασταν | |
τηλεφωνούσες, τηλεφώναγες | τηλεφωνούσατε, τηλεφωνάγατε | τηλεφωνιόσουν(α) | τηλεφωνιόσαστε, τηλεφωνιόσασταν | ||
τηλεφωνούσε, τηλεφώναγε | τηλεφωνούσαν(ε), τηλεφώναγαν, τηλεφωνάγανε | τηλεφωνιόταν(ε) | τηλεφωνιόνταν(ε), τηλεφωνιούνταν, τηλεφωνιόντουσαν | ||
Aorist | τηλεφώνησα | τηλεφωνήσαμε | τηλεφωνήθηκα | τηλεφωνηθήκαμε | |
τηλεφώνησες | τηλεφωνήσατε | τηλεφωνήθηκες | τηλεφωνηθήκατε | ||
τηλεφώνησε | τηλεφώνησαν, τηλεφωνήσαν(ε) | τηλεφωνήθηκε | τηλεφωνήθηκαν, τηλεφωνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα τηλεφωνάω, | θα τηλεφωνάμε, | |||
θα τηλεφωνάς | θα τηλεφωνάτε | θα τηλεφωνιέσαι | θα τηλεφωνιέστε, | ||
θα τηλεφωνάει, | θα τηλεφωνάν(ε), | θα τηλεφωνιέται | θα τηλεφωνιούνται, | ||
Fut ur | θα τηλεφωνήσω | θα τηλεφωνήσουμε, | θα τηλεφωνηθώ | θα τηλεφωνηθούμε | |
θα τηλεφωνήσεις | θα τηλεφωνήσετε | θα τηλεφωνηθείς | θα τηλεφωνηθείτε | ||
θα τηλεφωνήσει | θα τηλεφωνήσουν(ε) | θα τηλεφωνηθεί | θα τηλεφωνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να τηλεφωνάω, | να τηλεφωνάμε, | να τηλεφωνιέμαι | να τηλεφωνιόμαστε |
να τηλεφωνάς | να τηλεφωνάτε | να τηλεφωνιέσαι | να τηλεφωνιέστε, | ||
να τηλεφωνάει, | να τηλεφωνάν(ε), | να τηλεφωνιέται | να τηλεφωνιούνται, | ||
Aorist | να τηλεφωνήσω | να τηλεφωνήσουμε, | να τηλεφωνηθώ | να τηλεφωνηθούμε | |
να τηλεφωνήσεις | να τηλεφωνήσετε | να τηλεφωνηθείς | να τηλεφωνηθείτε | ||
να τηλεφωνήσει | να τηλεφωνήσουν(ε) | να τηλεφωνηθεί | να τηλεφωνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | τηλεφώνα, τηλεφώναγε | τηλεφωνάτε | τηλεφωνιέστε | |
Aorist | τηλεφώνησε, τηλεφώνα | τηλεφωνήστε | τηλεφωνήσου | τηλεφωνηθείτε | |
Part izip | Pres | τηλεφωνώντας | |||
Perf | έχοντας τηλεφωνήσει | ||||
Infin | Aorist | τηλεφωνήσει | τηλεφωνηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.