τηλεφωνώ (entlehnt aus) französisch téléphoner telephone altgriechisch τῆλε + φωνή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κίσινγκερ: «Εάν θέλω να τηλεφωνήσω στην Ευρώπη, σε ποιον τηλεφωνώ;» | Er erinnert an Diktum von Henry Kissinger: "Wenn ich Europa anrufen will, welche Nummer wähle ich dann?" Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | τηλεφωνάω, tilefono">τηλεφωνώ | τηλεφωνάμε, τηλεφωνούμε | τηλεφωνιέμαι | τηλεφωνιόμαστε |
τηλεφωνάς | τηλεφωνάτε | τηλεφωνιέσαι | τηλεφωνιέστε, τηλεφωνιόσαστε | ||
τηλεφωνάει, τηλεφωνά | τηλεφωνάν(ε), τηλεφωνούν(ε) | τηλεφωνιέται | τηλεφωνιούνται, τηλεφωνιόνται | ||
Imper fekt | τηλεφωνούσα, τηλεφώναγα | τηλεφωνούσαμε, τηλεφωνάγαμε | τηλεφωνιόμουν(α) | τηλεφωνιόμαστε, τηλεφωνιόμασταν | |
τηλεφωνούσες, τηλεφώναγες | τηλεφωνούσατε, τηλεφωνάγατε | τηλεφωνιόσουν(α) | τηλεφωνιόσαστε, τηλεφωνιόσασταν | ||
τηλεφωνούσε, τηλεφώναγε | τηλεφωνούσαν(ε), τηλεφώναγαν, τηλεφωνάγανε | τηλεφωνιόταν(ε) | τηλεφωνιόνταν(ε), τηλεφωνιούνταν, τηλεφωνιόντουσαν | ||
Aorist | τηλεφώνησα | τηλεφωνήσαμε | τηλεφωνήθηκα | τηλεφωνηθήκαμε | |
τηλεφώνησες | τηλεφωνήσατε | τηλεφωνήθηκες | τηλεφωνηθήκατε | ||
τηλεφώνησε | τηλεφώνησαν, τηλεφωνήσαν(ε) | τηλεφωνήθηκε | τηλεφωνήθηκαν, τηλεφωνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα τηλεφωνάω, | θα τηλεφωνάμε, | |||
θα τηλεφωνάς | θα τηλεφωνάτε | θα τηλεφωνιέσαι | θα τηλεφωνιέστε, | ||
θα τηλεφωνάει, | θα τηλεφωνάν(ε), | θα τηλεφωνιέται | θα τηλεφωνιούνται, | ||
Fut ur | θα τηλεφωνήσω | θα τηλεφωνήσουμε, | θα τηλεφωνηθώ | θα τηλεφωνηθούμε | |
θα τηλεφωνήσεις | θα τηλεφωνήσετε | θα τηλεφωνηθείς | θα τηλεφωνηθείτε | ||
θα τηλεφωνήσει | θα τηλεφωνήσουν(ε) | θα τηλεφωνηθεί | θα τηλεφωνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να τηλεφωνάω, | να τηλεφωνάμε, | να τηλεφωνιέμαι | να τηλεφωνιόμαστε |
να τηλεφωνάς | να τηλεφωνάτε | να τηλεφωνιέσαι | να τηλεφωνιέστε, | ||
να τηλεφωνάει, | να τηλεφωνάν(ε), | να τηλεφωνιέται | να τηλεφωνιούνται, | ||
Aorist | να τηλεφωνήσω | να τηλεφωνήσουμε, | να τηλεφωνηθώ | να τηλεφωνηθούμε | |
να τηλεφωνήσεις | να τηλεφωνήσετε | να τηλεφωνηθείς | να τηλεφωνηθείτε | ||
να τηλεφωνήσει | να τηλεφωνήσουν(ε) | να τηλεφωνηθεί | να τηλεφωνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | τηλεφώνα, τηλεφώναγε | τηλεφωνάτε | τηλεφωνιέστε | |
Aorist | τηλεφώνησε, τηλεφώνα | τηλεφωνήστε | τηλεφωνήσου | τηλεφωνηθείτε | |
Part izip | Pres | τηλεφωνώντας | |||
Perf | έχοντας τηλεφωνήσει | ||||
Infin | Aorist | τηλεφωνήσει | τηλεφωνηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rufe an | ||
du | rufst an | |||
er, sie, es | ruft an | |||
Präteritum | ich | rief an | ||
Konjunktiv II | ich | riefe an | ||
Imperativ | Singular | ruf an! | ||
Plural | ruft an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angerufen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anrufen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | telefoniere | ||
du | telefonierst | |||
er, sie, es | telefoniert | |||
Präteritum | ich | telefonierte | ||
Konjunktiv II | ich | telefonierte | ||
Imperativ | Singular | telefoniere! telefonier! | ||
Plural | telefoniert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
telefoniert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:telefonieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rufe zurück | ||
du | rufst zurück | |||
er, sie, es | ruft zurück | |||
Präteritum | ich | rief zurück | ||
Konjunktiv II | ich | riefe zurück | ||
Imperativ | Singular | ruf zurück! rufe zurück! | ||
Plural | ruft zurück! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zurückgerufen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zurückrufen |
τηλεφωνώ [tilefonó] & -άω, -ιέμαι (στη σημ. β) .9β : α. καλώ τον αριθμό του τηλεφώνου κάποιου προσώπου ή μιλώ μαζί του από το τηλέφωνο: Tου τηλεφώνησα αλλά δεν απαντούσε. Mου τηλεφώνησε ότι θα έρθει / να πάω. Tου τηλεφώνησαν τα ευχάριστα νέα. Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα*. τηλεφωνώ από τηλεφωνικό θάλαμο. β. (οικ., παθ.) όταν δε δηλώνουμε ποιος από τους δύο κάνει την τηλεφωνική κλήση: Mε το Γιάννη τηλεφωνηθήκαμε χτες. Οι δυο τους τηλεφωνιούνται κάθε μέρα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.