stürzen
 Verb

ρίχνομαι 
(1)
πέφτω Verb
(1)
ορμώ Verb
(0)
κρεμίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich kann mich so furchtlos in Abenteuer stürzen, weil ich weiß, dass sie für mich da ist.Ο λόγος που ρίχνομαι τόσο άφοβα σε περιπέτειες, είναι ότι πάντα εκείνη βρίσκεται εκεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πέφτω, ekpipto">-πίπτωπέφτουμε, πέφτομε
πέφτειςπέφτετε
πέφτειπέφτουν(ε)
Imper
fekt
έπεφταπέφταμε
έπεφτεςπέφτατε
έπεφτεέπεφταν, πέφταν(ε)
Aoristέπεσαπέσαμε
έπεσεςπέσατε
έπεσεέπεσαν, πέσαν(ε)
Per
fekt
έχω πέσει
είμαι πεσμένος, -η
έχουμε πέσει
είμαστε πεσμένοι, -ες
έχεις πέσει
είσαι πεσμένος, -η
έχετε πέσει
είστε πεσμένοι, -ες
έχει πέσει
είναι πεσμένος, -η, -ο
έχουν πέσει
είναι πεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πέσει
ήμουν πεσμένος, -η
είχαμε πέσει
ήμαστε πεσμένοι, -ες
είχες πέσει
ήσουν πεσμένος, -η
είχατε πέσει
ήσαστε πεσμένοι, -ες
είχε πέσει
ήταν πεσμένος, -η, -ο
είχαν πέσει
ήταν πεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πέφτωθα πέφτουμε, θα πέφτομε
θα πέφτειςθα πέφτετε
θα πέφτειθα πέφτουν(ε)
Fut
ur
θα πέσωθα πέσουμε, θα πέσομε
θα πέσειςθα πέσετε
θα πέσειθα πέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πέσει
θα είμαι πεσμένος, -η
θα έχουμε πέσει
θα είμαστε πεσμένοι, -ες
θα έχεις πέσει
θα είσαι πεσμένος, -η
θα έχετε πέσει
θα είστε πεσμένοι, -ες
θα έχει πέσει
θα είναι πεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πέσει
θα είναι πεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πέφτωνα πέφτουμε, να πέφτομε
να πέφτειςνα πέφτετε
να πέφτεινα πέφτουν(ε)
Aoristνα πέσωνα πέσουμε, να πέσομε
να πέσειςνα πέσετε
να πέσεινα πέσουν(ε)
Perfνα έχω πέσει
να είμαι πεσμένος, -η
να έχουμε πέσει
να είμαστε πεσμένοι, -ες
να έχεις πέσει
να είσαι πεσμένος, -η
να έχετε πέσει
να είστε πεσμένοι, -ες
να έχει πέσει
να είναι πεσμένος, -η, -ο
να έχουν πέσει
να είναι πεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέφτεπέφτετε
Aoristπέσεπέστε
Part
izip
Presπέφτοντας
Perfπεσμένος, -η, -οπεσμένοι, -ες, -α
έχοντας πέσει
InfinAoristπέσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ormao66">ορμάω, ορμώορμάμε, ορμούμε
ορμάςορμάτε
ορμάει, ορμάορμάν(ε), ορμούν(ε)
Imper
fekt
ορμούσα, όρμαγαορμούσαμε, ορμάγαμε
ορμούσες, όρμαγεςορμούσατε, ορμάγατε
ορμούσε, όρμαγεορμούσαν(ε), όρμαγαν, ορμάγανε
Aoristόρμησαορμήσαμε
όρμησεςορμήσατε
όρμησεόρμησαν, ορμήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ορμήσειέχουμε ορμήσει
έχεις ορμήσειέχετε ορμήσει
έχει ορμήσειέχουν ορμήσει
Plu
perf
ekt
είχα ορμήσειείχαμε ορμήσει
είχες ορμήσειείχατε ορμήσει
είχε ορμήσειείχαν ορμήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ορμάω, θα ορμώθα ορμάμε, θα ορμούμε
θα ορμάςθα ορμάτε
θα ορμάει, θα ορμάθα ορμάν(ε), θα ορμούν(ε)
Fut
ur
θα ορμήσωθα ορμήσουμε, θα ορμήσομε
θα ορμήσειςθα ορμήσετε
θα ορμήσειθα ορμήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ορμήσειθα έχουμε ορμήσει
θα έχεις ορμήσειθα έχετε ορμήσει
θα έχει ορμήσειθα έχουν ορμήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ορμάω, να ορμώνα ορμάμε, να ορμούμε
να ορμάςνα ορμάτε
να ορμάει, να ορμάνα ορμάν(ε), να ορμούν(ε)
Aoristνα ορμήσωνα ορμήσουμε, να ορμήσομε
να ορμήσειςνα ορμήσετε
να ορμήσεινα ορμήσουν(ε)
Perfνα έχω ορμήσεινα έχουμε ορμήσει
να έχεις ορμήσεινα έχετε ορμήσει
να έχει ορμήσεινα έχουν ορμήσει
Imper
ativ
Presόρμα, όρμαγεορμάτε
Aoristόρμησε, όρμαορμήστε
Part
izip
Presορμώντας
Perfέχοντας ορμήσει
InfinAoristορμήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback