spitzen
 Verb

τεντώνω Verb
(0)
ξύνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ein srich in die seite mit einein sonderbaren spitzen Instrument hat den Tod des Stadtsekretärs herbeigeführt ..."Ο γραμματέας σκοτώθηκε χτυπημένος στο πλευρό από άγνωστο όργανο...

Übersetzung nicht bestätigt

Fürchte keine spitzen Zungen.Φρόντισα να μη δημιουργηθεί κουτσομπολιό.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie spitzen die Lippen und blasen.Σουφρώνεις τα χείλη σου και φυσάς.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Dinge spitzen sich zu, wenn der Boss nicht zur Beerdigung kommt.Κύριε Μουνς, μπορώ να σου εξηγήσω. Ειδικά όταν ο εργαζόμενος πήγε να προστατέψει τον εργοδότη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich traf jemand mit spitzen Nägeln.Συνάντησα κάποιον με κοφτερά νύχια.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τεντώνωτεντώνουμε, τεντώνομετεντώνομαιτεντωνόμαστε
τεντώνειςτεντώνετετεντώνεσαιτεντώνεστε, τεντωνόσαστε
τεντώνειτεντώνουν(ε)τεντώνεταιτεντώνονται
Imper
fekt
τέντωνατεντώναμετεντωνόμουν(α)τεντωνόμαστε, τεντωνόμασταν
τέντωνεςτεντώνατετεντωνόσουν(α)τεντωνόσαστε, τεντωνόσασταν
τέντωνετέντωναν, τεντώναν(ε)τεντωνόταν(ε)τεντώνονταν, τεντωνόντανε, τεντωνόντουσαν
Aoristτέντωσατεντώσαμετεντώθηκατεντωθήκαμε
τέντωσεςτεντώσατετεντώθηκεςτεντωθήκατε
τέντωσετέντωσαν, τεντώσαν(ε)τεντώθηκετεντώθηκαν, τεντωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τεντώσει
έχω τεντωμένο
έχουμε τεντώσει
έχουμε τεντωμένο
έχω τεντωθεί
είμαι τεντωμένος, -η
έχουμε τεντωθεί
είμαστε τεντωμένοι, -ες
έχεις τεντώσει
έχεις τεντωμένο
έχετε τεντώσει
έχετε τεντωμένο
έχεις τεντωθεί
είσαι τεντωμένος, -η
έχετε τεντωθεί
είστε τεντωμένοι, -ες
έχει τεντώσει
έχει τεντωμένο
έχουν τεντώσει
έχουν τεντωμένο
έχει τεντωθεί
είναι τεντωμένος, -η, -ο
έχουν τεντωθεί
είναι τεντωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τεντώσει
είχα τεντωμένο
είχαμε τεντώσει
είχαμε τεντωμένο
είχα τεντωθεί
ήμουν τεντωμένος, -η
είχαμε τεντωθεί
ήμαστε τεντωμένοι, -ες
είχες τεντώσει
είχες τεντωμένο
είχατε τεντώσει
είχατε τεντωμένο
είχες τεντωθεί
ήσουν τεντωμένος, -η
είχατε τεντωθεί
ήσαστε τεντωμένοι, -ες
είχε τεντώσει
είχε τεντωμένο
είχαν τεντώσει
είχαν τεντωμένο
είχε τεντωθεί
ήταν τεντωμένος, -η, -ο
είχαν τεντωθεί
ήταν τεντωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τεντώνωθα τεντώνουμε, θα τεντώνομεθα τεντώνομαιθα τεντωνόμαστε
θα τεντώνειςθα τεντώνετεθα τεντώνεσαιθα τεντώνεστε, θα τεντωνόσαστε
θα τεντώνειθα τεντώνουν(ε)θα τεντώνεταιθα τεντώνονται
Fut
ur
θα τεντώσωθα τεντώσουμε, θα τεντώσομεθα τεντωθώθα τεντωθούμε
θα τεντώσειςθα τεντώσετεθα τεντωθείςθα τεντωθείτε
θα τεντώσειθα τεντώσουνθα τεντωθείθα τεντωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τεντώσει
θα έχω τεντωμένο
θα έχουμε τεντώσει
θα έχουμε τεντωμένο
θα έχω τεντωθεί
θα είμαι τεντωμένος, -η
θα έχουμε τεντωθεί
θα είμαστε τεντωμένοι, -ες
θα έχεις τεντώσει
θα έχεις τεντωμένο
θα έχετε τεντώσει
θα έχετε τεντωμένο
θα έχεις τεντωθεί
θα είσαι τεντωμένος, -η
θα έχετε τεντωθεί
θα είστε τεντωμένοι, -ες
θα έχει τεντώσει
θα έχει τεντωμένο
θα έχουν τεντώσει
θα έχουν τεντωμένο
θα έχει τεντωθεί
θα είναι τεντωμένος, -η, -ο
θα έχουν τεντωθεί
θα είναι τεντωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τεντώνωνα τεντώνουμε, να τεντώνομενα τεντώνομαινα τεντωνόμαστε
να τεντώνειςνα τεντώνετενα τεντώνεσαινα τεντώνεστε, να τεντωνόσαστε
να τεντώνεινα τεντώνουν(ε)να τεντώνεταινα τεντώνονται
Aoristνα τεντώσωνα τεντώσουμε, να τεντώσομενα τεντωθώνα τεντωθούμε
να τεντώσειςνα τεντώσετενα τεντωθείςνα τεντωθείτε
να τεντώσεινα τεντώσουν(ε)να τεντωθείνα τεντωθούν(ε)
Perfνα έχω τεντώσει
να έχω τεντωμένο
να έχουμε τεντώσει
να έχουμε τεντωμένο
να έχω τεντωθεί
να είμαι τεντωμένος, -η
να έχουμε τεντωθεί
να είμαστε τεντωμένοι, -ες
να έχεις τεντώσει
να έχεις τεντωμένο
να έχετε τεντώσει
να έχετε τεντωμένο
να έχεις τεντωθεί
να είσαι τεντωμένος, -η
να έχετε τεντωθεί
να είστε τεντωμένοι, -ες
να έχει τεντώσει
να έχει τεντωμένο
να έχουν τεντώσει
να έχουν τεντωμένο
να έχει τεντωθεί
να είναι τεντωμένος, -η, -ο
να έχουν τεντωθεί
να είναι τεντωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτέντωνετεντώνετετεντώνεστε
Aoristτέντωσετεντώστε, τεντώσετετεντώσουτεντωθείτε
Part
izip
Presτεντώνοντας
Perfέχοντας τεντώσει, έχοντας τεντωμένοτεντωμένος, -η, -οτεντωμένοι, -ες, -α
InfinAoristτεντώσειτεντωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξύνωξύνουμε, ξύνομεksino39">ξύνομαιξυνόμαστε
ξύνειςξύνετεξύνεσαιξύνεστε, ξυνόσαστε
ξύνειξύνουν(ε)ξύνεταιξύνονται
Imper
fekt
έξυναξύναμεξυνόμουν(α)ξυνόμαστε, ξυνόμασταν
έξυνεςξύνατεξυνόσουν(α)ξυνόσαστε, ξυνόσασταν
έξυνεέξυναν, ξύναν(ε)ξυνόταν(ε)ξύνονταν, ξυνόντανε, ξυνόντουσαν
Aoristέξυσαξύσαμεξύθηκαξυθήκαμε
έξυσεςξύσατεξύθηκεςξυθήκατε
έξυσεέξυσαν, ξύσαν(ε)ξύθηκεξύθηκαν(ε), ξυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξύσει
έχω ξυσμένο
έχουμε ξύσει
έχουμε ξυσμένο
έχω ξυθεί
είμαι ξυσμένος, -η
έχουμε ξυθεί
είμαστε ξυσμένοι, -ες
έχεις ξύσει
έχεις ξυσμένο
έχετε ξύσει
έχετε ξυσμένο
έχεις ξυθεί
είσαι ξυσμένος, -η
έχετε ξυθεί
είστε ξυσμένοι, -ες
έχει ξύσει
έχει ξυσμένο
έχουν ξύσει
έχουν ξυσμένο
έχει ξυθεί
είναι ξυσμένος, -η, -ο
έχουν ξυθεί
είναι ξυσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξύσει
είχα ξυσμένο
είχαμε ξύσει
είχαμε ξυσμένο
είχα ξυθεί
ήμουν ξυσμένος, -η
είχαμε ξυθεί
ήμαστε ξυσμένοι, -ες
είχες ξύσει
είχες ξυσμένο
είχατε ξύσει
είχατε ξυσμένο
είχες ξυθεί
ήσουν ξυσμένος, -η
είχατε ξυθεί
ήσαστε ξυσμένοι, -ες
είχε ξύσει
είχε ξυσμένο
είχαν ξύσει
είχαν ξυσμένο
είχε ξυθεί
ήταν ξυσμένος, -η, -ο
είχαν ξυθεί
ήταν ξυσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξύνωθα ξύνουμεθα ξύνομαιθα ξυνόμαστε
θα ξύνειςθα ξύνετεθα ξύνεσαιθα ξύνεστε, θα ξυνόσαστε
θα ξύνειθα ξύνουνθα ξύνεταιθα ξύνονται
Fut
ur
θα ξύσωθα ξύσουμεθα ξυθώθα ξυθούμε
θα ξύσειςθα ξύσετεθα ξυθείςθα ξυθείτε
θα ξύσειθα ξύσουνθα ξυθείθα ξυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξύσει
θα έχω ξυσμένο
θα έχουμε ξύσει
θα έχουμε ξυσμένο
θα έχω ξυθεί
θα είμαι ξυσμένος, -η
θα έχουμε ξυθεί
θα είμαστε ξυσμένοι, -ες
θα έχεις ξύσει
θα έχεις ξυσμένο
θα έχετε ξύσει
θα έχετε ξυσμένο
θα έχεις ξυθεί
θα είσαι ξυσμένος, -η
θα έχετε ξυθεί
θα είστε ξυσμένοι, -ες
θα έχει ξύσει
θα έχει ξυσμένο
θα έχουν ξύσει
θα έχουν ξυσμένο
θα έχει ξυθεί
θα είναι ξυσμένος, -η, -ο
θα έχουν ξυθεί
θα είναι ξυσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξύνωνα ξύνουμενα ξύνομαινα ξυνόμαστε
να ξύνειςνα ξύνετενα ξύνεσαινα ξύνεστε, να ξυνόσαστε
να ξύνεινα ξύνουννα ξύνεταινα ξύνονται
Aoristνα ξύσωνα ξύσουμενα ξυθώνα ξυστούμε, να ξυθούμε
να ξύσειςνα ξύσετενα ξυθείςνα ξυθείτε
να ξύσεινα ξύσουννα ξυθείνα ξυθούν(ε)
Perfνα έχω ξύσει
να έχω ξυσμένο
να έχουμε ξύσει
να έχουμε ξυσμένο
να έχω ξυθεί
να είμαι ξυσμένος, -η
να έχουμε ξυθεί
να είμαστε ξυσμένοι, -ες
να έχεις ξύσει
να έχεις ξυσμένο
να έχετε ξύσει
να έχετε ξυσμένο
να έχεις ξυθεί
να είσαι ξυσμένος, -η
να έχετε ξυθεί
να είστε ξυσμένοι, -ες
να έχει ξύσει
να έχει ξυσμένο
να έχουν ξύσει
να έχουν ξυσμένο
να έχει ξυθεί
να είναι ξυσμένος, -η, -ο
να έχουν ξυθεί
να είναι ξυσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξύνεξύνετεξύνεστε
Aoristξύσεξύσετε, ξύστεξύσουξυθείτε
Part
izip
Presξύνοντας
Perfέχοντας ξύσει, έχοντας ξυσμένοξυσμένος, -η, -οξυσμένοι, -ες, -α
InfinAoristξύσειξυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback