schwinden
 Verb

σβήνω Verb
(0)
χάνομαι 
(0)
λιγοστεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn sie hört, was für Männer das sind, wird ihre Neugierde schwinden.Μα λαχταραει για νεα απο τους Αγιους Τοπους.

Übersetzung nicht bestätigt

Unsere Hoffnung begann zu schwinden.Αρχίσαμε να χάνουμε τις ελπίδες μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Schweigen Sie! Mir schwinden die Sinne.Φέρτε μου τα άλατά μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber der Süden, der Macht und Einfluss schwinden sah, widersetzte sich in Dutzenden von Westernstädten dem Unvermeidlichen.Αλλά ο νότος βλέποντας ότι η δύναμη του εξασθενούσε μαχόταν κατά του αναπόφευκτου με τις δώδεκα πόλεις της Δύσεις. Και αργά, οι πικροί σπόροι του εμφύλιου πολέμου ρίζωσαν.

Übersetzung nicht bestätigt

Nun führt Wayne das Prinzip ein, den Jahresüberschuss des Syndikats, nunmehr über $10 Milliarden, auf Schweizer Konten zu verlagern, was die Goldreserven der USA bedrohlich schwinden lässt.Εσχάτως, ο Wayne εκκίνησε ένα σύστημα όπου το ετήσιο εισόδημα του συνδικάτου, το οποίο υπερβαίνει τα $10 δις, κατατίθεται σε Ελβετικές τράπεζες, προκαλώντας δυσβάστακτο εξάντληση των αποθεμάτων χρυσού των Η.Π.Α.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
abflauen
schwinden
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σβήνωσβήνουμε, σβήνομεσβήνομαισβηνόμαστε
σβήνειςσβήνετεσβήνεσαισβήνεστε, σβηνόσαστε
σβήνεισβήνουν(ε)σβήνεταισβήνονται
Imper
fekt
έσβηνασβήναμεσβηνόμουν(α)σβηνόμαστε, σβηνόμασταν
έσβηνεςσβήνατεσβηνόσουν(α)σβηνόσαστε, σβηνόσασταν
έσβηνεέσβηναν, σβήναν(ε)σβηνόταν(ε)σβήνονταν, σβηνόντανε, σβηνόντουσαν
Aoristέσβησασβήσαμεσβήστηκασβηστήκαμε
έσβησεςσβήσατεσβήστηκεςσβηστήκατε
έσβησεέσβησαν, σβήσαν(ε)σβήστηκεσβήστηκαν, σβηστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σβήσει
έχω σβησμένο
έχουμε σβήσει
έχουμε σβησμένο
έχω σβηστεί
είμαι σβησμένος, -η
έχουμε σβηστεί
είμαστε σβησμένοι, -ες
έχεις σβήσει
έχεις σβησμένο
έχετε σβήσει
έχετε σβησμένο
έχεις σβηστεί
είσαι σβησμένος, -η
έχετε σβηστεί
είστε σβησμένοι, -ες
έχει σβήσει
έχει σβησμένο
έχουν σβήσει
έχουν σβησμένο
έχει σβηστεί
είναι σβησμένος, -η, -ο
έχουν σβηστεί
είναι σβησμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σβήσει
είχα σβησμένο
είχαμε σβήσει
είχαμε σβησμένο
είχα σβηστεί
ήμουν σβησμένος, -η
είχαμε σβηστεί
ήμαστε σβησμένοι, -ες
είχες σβήσει
είχες σβησμένο
είχατε σβήσει
είχατε σβησμένο
είχες σβηστεί
ήσουν σβησμένος, -η
είχατε σβηστεί
ήσαστε σβησμένοι, -ες
είχε σβήσει
είχε σβησμένο
είχαν σβήσει
είχαν σβησμένο
είχε σβηστεί
ήταν σβησμένος, -η, -ο
είχαν σβηστεί
ήταν σβησμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σβήνωθα σβήνουμε, θα σβήνομεθα σβήνομαιθα σβηνόμαστε
θα σβήνειςθα σβήνετεθα σβήνεσαιθα σβήνεστε, θα σβηνόσαστε
θα σβήνειθα σβήνουν(ε)θα σβήνεταιθα σβήνονται
Fut
ur
θα σβήσωθα σβήσουμε, θα σβήσομεθα σβηστώθα σβηστούμε
θα σβήσειςθα σβήσετεθα σβηστείςθα σβηστείτε
θα σβήσειθα σβήσουνθα σβηστείθα σβηστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σβήσει
θα έχω σβησμένο
θα έχουμε σβήσει
θα έχουμε σβησμένο
θα έχω σβηστεί
θα είμαι σβησμένος, -η
θα έχουμε σβηστεί
θα είμαστε σβησμένοι, -ες
θα έχεις σβήσει
θα έχεις σβησμένο
θα έχετε σβήσει
θα έχετε σβησμένο
θα έχεις σβηστεί
θα είσαι σβησμένος, -η
θα έχετε σβηστεί
θα είστε σβησμένοι, -ες
θα έχει σβήσει
θα έχει σβησμένο
θα έχουν σβήσει
θα έχουν σβησμένο
θα έχει σβηστεί
θα είναι σβησμένος, -η, -ο
θα έχουν σβηστεί
θα είναι σβησμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σβήνωνα σβήνουμενα σβήνομαινα σβηνόμαστε
να σβήνειςνα σβήνετενα σβήνεσαινα σβήνεστε, να σβηνόσαστε
να σβήνεινα σβήνουννα σβήνεταινα σβήνονται
Aoristνα σβήσωνα σβήσουμενα σβηστώνα σβηστούμε
να σβήσειςνα σβήσετενα σβηστείςνα σβηστείτε
να σβήσεινα σβήσουννα σβηστείνα σβηστούν(ε)
Perfνα έχω σβήσει
να έχω σβησμένο
να έχουμε σβήσει
να έχουμε σβησμένο
να έχω σβηστεί
να είμαι σβησμένος, -η
να έχουμε σβηστεί
να είμαστε σβησμένοι, -ες
να έχεις σβήσει
να έχεις σβησμένο
να έχετε σβήσει
να έχετε σβησμένο
να έχεις σβηστεί
να είσαι σβησμένος, -η
να έχετε σβηστεί
να είστε σβησμένοι, -ες
να έχει σβήσει
να έχει σβησμένο
να έχουν σβήσει
να έχουν σβησμένο
να έχει σβηστεί
να είναι σβησμένος, -η, -ο
να έχουν σβηστεί
να είναι σβησμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσβήνεσβήνετεσβήνεστε
Aoristσβήσεσβήσετε, σβήστεσβήσουσβηστείτε
Part
izip
Presσβήνοντας
Perfέχοντας σβήσει
έχοντας σβησμένο
σβησμένος, -η, -οσβησμένοι, -ες, -α
InfinAoristσβήσεισβηστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback