schwenken
 Verb

κουνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Idiot! Ihr solltet die Laterne nicht schwenken!Σου ειπα να μην κουνας τη λαμπα!

Übersetzung nicht bestätigt

Zur Reihe links schwenken, und hall!Κλίνατε επ΄ αριστερά.

Übersetzung nicht bestätigt

Jetzt schwenken Sie es anders rum..Φέρ' το απ' την άλλη.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie hätten eine weiße Fahne schwenken können.Μπορούσαν να είχαν σηκώσει άσπρη σημαία.

Übersetzung nicht bestätigt

Im Kampf... müssen wir etwas schwenken.Στη μάχη... χρειαζόμαστε κάτι να κυματίζει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουνάω, κουνώκουνάμε, κουνούμεκουνιέμαικουνιόμαστε
κουνάςκουνάτεκουνιέσαικουνιέστε, κουνιόσαστε
κουνάει, κουνάκουνάν(ε), κουνούν(ε)κουνιέταικουνιούνται, κουνιόνται
Imper
fekt
κουνούσα, κούναγακουνούσαμε, κουνάγαμεκουνιόμουν(α)κουνιόμαστε, κουνιόμασταν
κουνούσες, κούναγεςκουνούσατε, κουνάγατεκουνιόσουν(α)κουνιόσαστε, κουνιόσασταν
κουνούσε, κούναγεκουνούσαν(ε), κούναγαν, κουνάγανεκουνιόταν(ε)κουνιόνταν(ε), κουνιούνταν, κουνιόντουσαν
Aoristκούνησακουνήσαμεκουνήθηκακουνηθήκαμε
κούνησεςκουνήσατεκουνήθηκεςκουνηθήκατε
κούνησεκούνησαν, κουνήσαν(ε)κουνήθηκεκουνήθηκαν, κουνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κουνήσει
έχω κουνημένο
έχουμε κουνήσει
έχουμε κουνημένο
έχω κουνηθεί
είμαι κουνημένος, -η
έχουμε κουνηθεί
είμαστε κουνημένοι, -ες
έχεις κουνήσει
έχεις κουνημένο
έχετε κουνήσει
έχετε κουνημένο
έχεις κουνηθεί
είσαι κουνημένος, -η
έχετε κουνηθεί
είστε κουνημένοι, -ες
έχει κουνήσει
έχει κουνημένο
έχουν κουνήσει
έχουν κουνημένο
έχει κουνηθεί
είναι κουνημένος, -η, -ο
έχουν κουνηθεί
είναι κουνημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κουνήσει
είχα κουνημένο
είχαμε κουνήσει
είχαμε κουνημένο
είχα κουνηθεί
ήμουν κουνημένος, -η
είχαμε κουνηθεί
ήμαστε κουνημένοι, -ες
είχες κουνήσει
είχες κουνημένο
είχατε κουνήσει
είχατε κουνημένο
είχες κουνηθεί
ήσουν κουνημένος, -η
είχατε κουνηθεί
ήσαστε κουνημένοι, -ες
είχε κουνήσει
είχε κουνημένο
είχαν κουνήσει
είχαν κουνημένο
είχε κουνηθεί
ήταν κουνημένος, -η, -ο
είχαν κουνηθεί
ήταν κουνημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουνάω, θα κουνώθα κουνάμε, θα κουνούμεθα κουνιέμαιθα κουνιόμαστε
θα κουνάςθα κουνάτεθα κουνιέσαιθα κουνιέστε, θα κουνιόσαστε
θα κουνάει, θα κουνάθα κουνάν(ε), θα κουνούν(ε)θα κουνιέταιθα κουνιούνται, θα κουνιόνται
Fut
ur
θα κουνήσωθα κουνήσουμε, θα κουνήσομεθα κουνηθώθα κουνηθούμε
θα κουνήσειςθα κουνήσετεθα κουνηθείςθα κουνηθείτε
θα κουνήσειθα κουνήσουν(ε)θα κουνηθείθα κουνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουνήσει
θα έχω κουνημένο
θα έχουμε κουνήσει
θα έχουμε κουνημένο
θα έχω κουνηθεί
θα είμαι κουνημένος, -η
θα έχουμε κουνηθεί
θα είμαστε κουνημένοι, -ες
θα έχεις κουνήσει
θα έχεις κουνημένο
θα έχετε κουνήσει
θα έχετε κουνημένο
θα έχεις κουνηθεί
θα είσαι κουνημένος, -η
θα έχετε κουνηθεί
θα είστε κουνημένοι, -ες
θα έχει κουνήσει
θα έχει κουνημένο
θα έχουν κουνήσει
θα έχουν κουνημένο
θα έχει κουνηθεί
θα είναι κουνημένος, -η, -ο
θα έχουν κουνηθεί
θα είναι κουνημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουνάω, να κουνώνα κουνάμε, να κουνούμενα κουνιέμαινα κουνιόμαστε
να κουνάςνα κουνάτενα κουνιέσαινα κουνιέστε, να κουνιόσαστε
να κουνάει, να κουνάνα κουνάν(ε), να κουνούν(ε)να κουνιέταινα κουνιούνται, να κουνιόνται
Aoristνα κουνήσωνα κουνήσουμε, να κουνήσομενα κουνηθώνα κουνηθούμε
να κουνήσειςνα κουνήσετενα κουνηθείςνα κουνηθείτε
να κουνήσεινα κουνήσουν(ε)να κουνηθείνα κουνηθούν(ε)
Perfνα έχω κουνήσει
να έχω κουνημένο
να έχουμε κουνήσει
να έχουμε κουνημένο
να έχω κουνηθεί
να είμαι κουνημένος, -η
να έχουμε κουνηθεί
να είμαστε κουνημένοι, -ες
να έχεις κουνήσει
να έχεις κουνημένο
να έχετε κουνήσει
να έχετε κουνημένο
να έχεις κουνηθεί
να είσαι κουνημένος, -η
να έχετε κουνηθεί
να είστε κουνημένοι, -η
να έχει κουνήσει
να έχει κουνημένο
να έχουν κουνήσει
να έχουν κουνημένο
να έχει κουνηθεί
να είναι κουνημένος, -η, -ο
να έχουν κουνηθεί
να είναι κουνημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούνα, κούναγεκουνάτεκουνιέστε
Aoristκούνησε, κούνακουνήστεκουνήσουκουνηθείτε
Part
izip
Presκουνώντας
Perfέχοντας κουνήσει, έχοντας κουνημένοκουνημένος, -η, -οκουνημένοι, -ες, -α
InfinAoristκουνήσεικουνηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback